-
1 ἐρικυδής
ἐρι-κῡδής, ές,A very famous, glorious, of gods and their descendants, Il. 14.327, Od.11.576, 631 ; of their gifts,θεῶν ἐ. δῶρα Il.3.65
, 20.265 ;ἥβη ἐ. 11.225
, Hes.Th. 988 ;νίκα B.12.190
: generally, ἐ. δαίς a splendid banquet, Il.24.802, Od.3.66, al.; of places and men, ἄστυ Orac. ap. Hdt.7.220 ;θεῶν ἐ. οἶκοι Theoc.17.108
; : [comp] Sup.-έστατος, Ἰάμβλιχος Eun.VS p.461
B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρικυδής
-
2 ἐρικῦδής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐρικῦδής
См. также в других словарях:
μεγακυδής — μεγακυδής, ές (Α) πολύ δοξασμένος, ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κυδής (< κῦδος), πρβλ. ερι κυδής, φερε κυδής] … Dictionary of Greek
φιλοκυδής — ές, Α φιλόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κυδής (< κῦδος, τὸ «φήμη, δόξα»), πρβλ. ἐρι κυδής] … Dictionary of Greek
ερικυδής — ἐρικυδής, ες (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλη δόξα, ο πολύ ένδοξος (ιδιαίτερα για θεούς και τους απογόνους τους) 2. λαμπρός, πλούσιος (α. «δαὶς ἐρικυδής» λαμπρό συμπόσιο, Ομ. Ιλ. β. «ἐρικυδέα δῶρα» πλούσια δώρα, Ομ. Ιλ.) 3. ο ακμαίος, ο γεμάτος ζωή… … Dictionary of Greek