-
1 εριώλην
-
2 ἐριώλην
-
3 εριωλη
ἥ1) вихрь, ураган(πρὸς τέν ἐριώλην χωρεῖν Arph.)
2) шутл. (о зимней одежде, на которую пошло много шерсти - по созвучию с ἔριον и ὄλλυμι) погубительница шерсти Arph.
См. также в других словарях:
ἐριώλην — ἐριώλη whirlwind fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριώλη — ἐριώλη και ἐριωλή, ἡ (Α) 1. ανεμοστρόβιλος, θύελλα, καταιγίδα 2. (στον Αριστοφ.) α) χαρακτηρισμός που αποδίδεται μεταφορικά στον βίαιο δημαγωγό Κλέωνα β) λογοπαικτικά προς τις λέξεις «ἔριον» και «ὄλλυμι» («αὕτη γέ τοι ἐρίων τάλαντον καταπέπωκε… … Dictionary of Greek