-
1 εριστικής
-
2 ἐριστικῆς
См. также в других словарях:
ἐριστικῆς — ἐριστικός eager for strife fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εριστικής
2 ἐριστικῆς
ἐριστικῆς — ἐριστικός eager for strife fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)