-
1 εριστικος
3склонный к препирательствам, любящий повздоритьοἱ ἐριστικοὴ συλλογισμοί Isocr., Plat., Arst., Plut. — обманчивые умозаключения, пустые препирательства;
παιδιαὴ ἐριστικαί Arst. — словесные диспуты, словопрения -
2 εριστικός
η, ό[ν]1) сварливый, брюзжащий; придирчивый; 2) любящий спорить, склонный к препирательствам; вздорный (о человеке); 3) софистический;εριστικοί συλλογισμοί — софистические умозаключения; — пустые препирательства
-
3 εξεριστικος
См. также в других словарях:
ἐριστικός — eager for strife masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριστικός — ή, ό (AM ἐριστικός, ή, όν) [ερίζω] 1. αυτός που αγαπά τις έριδες, τις φιλονεικίες 2. αυτός που προκαλεί έριδες, διαφωνίες, συζητήσεις, λογομαχίες («τὰς παιδιὰς ἡδείας εἶναι τὰς ἐριστικὰς», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που αγαπά τις μάχες, ο φιλόμαχος … Dictionary of Greek
εριστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει διάθεση και τάση για καβγά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐριστικά — ἐριστικός eager for strife neut nom/voc/acc pl ἐριστικά̱ , ἐριστικός eager for strife fem nom/voc/acc dual ἐριστικά̱ , ἐριστικός eager for strife fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστικώτερον — ἐριστικός eager for strife adverbial comp ἐριστικός eager for strife masc acc comp sg ἐριστικός eager for strife neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑριστικός — ἐριστικός , ἐριστικός eager for strife masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστικωτέρων — ἐριστικός eager for strife fem gen comp pl ἐριστικός eager for strife masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστικῶν — ἐριστικός eager for strife fem gen pl ἐριστικός eager for strife masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστικόν — ἐριστικός eager for strife masc acc sg ἐριστικός eager for strife neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστικαῖς — ἐριστικός eager for strife fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστικαί — ἐριστικός eager for strife fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)