Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐριο-φόρος

См. также в других словарях:

  • εριοφόρος — ο (AM ἐριοφόρος, ον) αυτός που φέρει ή παράγει έριο ή ουσία όμοια με έριο νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εριοφόρο γένος φυτών τής οικογένειας τών κυπειρωδών 2. φάρμακο το οποίο δίνεται για την καταπολέμηση σκουληκιών που αναπτύσσονται στα έντερα… …   Dictionary of Greek

  • ποκοφόρος — ον, Μ αυτός που φέρει πόκο, ακατέργαστο έριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόκος «ακατέργαστο μαλλί» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»