-
1 εριουργούσα
-
2 ἐριουργοῦσα
См. также в других словарях:
ἐριουργοῦσα — ἐριουργέω work in wool pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριουργώ — ἐριουργῶ, έω (AM) [εριουργός] κατεργάζομαι έρια, κατασκευάζω μάλλινα («ἡ γυνὴ ἐριουργοῡσα παρεκάθητο», Ξεν.) … Dictionary of Greek