-
1 ἐρικλάγκτας
1 loud soundingὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον P. 12.21
-
2 μεγαλόηχος
μεγᾰλό-ηχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλόηχος
-
3 μεγαλόκρακτος
μεγᾰλό-κρακτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλόκρακτος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Русский