-
1 ερητυω
(ῡ перед σ и долгим слогом; impf., fut. и aor. без приращения) удерживать, сдерживать, останавливать, унимать(ἐπέεσσί τινα, φάλαγγας, тж. med. λαόν Hom.; τινὰς δεινῆς ἁμίλλης Eur.; κύνας ὑλαγμοῦ Theocr.)
πολλὰ κέλευθος ἐρατύοι (дор. praes. opt.) Soph. — пусть большое расстояние удержит (тебя), т.е. не подходи близко (v. l. πολλὰ κέλευθος ἐρατύει длинный путь разделяет нас);ἐ. θυμόν Hom. — сдерживать гнев;ἐρήτυθεν χαθ΄ ἕδρας Hom. — они успокоились на своих местах -
2 ερητυθεν
-
3 ερητυσασκε
-
4 ερατυοι
-
5 κατερητυω
удерживать(ἐν μεγάροισιν, sc. τινά Hom.)
; останавливатьφωνῇ κατερήτυε φώνησέν τε Hom. — он голосом остановил (меня), т.е. обратился ко мне и сказал;
ἥκω κατερητύσων ὁδὸν ἡν στέλλει Soph. — я прихожу, чтобы удержать тебя от задуманного пути
См. также в других словарях:
ερητύω — ἐρητύω και δωρ. ἐρατύω (Α) 1. αναστέλλω, αναχαιτίζω, συγκρατώ, καταπνίγω 2. κρατώ μακριά, απομακρύνω από κάτι, αποτρέπω 3. (με απρμφ.) εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. από κάποιο ουσ. σε τυς (* ερη τυς)] … Dictionary of Greek
ἐρητύω — ἐρητύ̱ω , ἐρητύω restrain pres subj act 1st sg ἐρητύ̱ω , ἐρητύω restrain pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρητῦσαι — ἐρητύω restrain aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρητύετ' — ἐρητύ̱ετε , ἐρητύω restrain pres imperat act 2nd pl ἐρητύ̱ετε , ἐρητύω restrain pres ind act 2nd pl ἐρητύ̱εται , ἐρητύω restrain pres ind mp 3rd sg ἐρητύ̱ετο , ἐρητύω restrain imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) ἐρητύ̱ετε , ἐρητύω restrain… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρητύεσθε — ἐρητύ̱εσθε , ἐρητύω restrain pres imperat mp 2nd pl ἐρητύ̱εσθε , ἐρητύω restrain pres ind mp 2nd pl ἐρητύ̱εσθε , ἐρητύω restrain imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρητύετε — ἐρητύ̱ετε , ἐρητύω restrain pres imperat act 2nd pl ἐρητύ̱ετε , ἐρητύω restrain pres ind act 2nd pl ἐρητύ̱ετε , ἐρητύω restrain imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρητύσει — ἐρητύ̱σει , ἐρητύω restrain aor subj act 3rd sg (epic) ἐρητύ̱σει , ἐρητύω restrain fut ind mid 2nd sg ἐρητύ̱σει , ἐρητύω restrain fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρητύσω — ἐρητύ̱σω , ἐρητύω restrain aor subj act 1st sg ἐρητύ̱σω , ἐρητύω restrain fut ind act 1st sg ἐρητύ̱σω , ἐρητύω restrain aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερήτυε — ἀπερήτῡε , ἀπό ἐρητύω restrain pres imperat act 2nd sg ἀπερήτῡε , ἀπό ἐρητύω restrain imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατύει — ἐρᾱτύει , ἐρητύω restrain pres ind mp 2nd sg (doric) ἐρᾱτύει , ἐρητύω restrain pres ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατύω — ἐρᾱτύω , ἐρητύω restrain pres subj act 1st sg (doric) ἐρᾱτύω , ἐρητύω restrain pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)