-
1 ερημώση
ἐρημώσηι, ἐρήμωσιςmaking desolate: fem dat sg (epic)ἐρημάζωto be left lonely: fut part act fem dat sg (attic epic ionic)ἐρημόωstrip bare: aor subj mid 2nd sgἐρημόωstrip bare: aor subj act 3rd sgἐρημόωstrip bare: fut ind mid 2nd sg -
2 ἐρημώσῃ
ἐρημώσηι, ἐρήμωσιςmaking desolate: fem dat sg (epic)ἐρημάζωto be left lonely: fut part act fem dat sg (attic epic ionic)ἐρημόωstrip bare: aor subj mid 2nd sgἐρημόωstrip bare: aor subj act 3rd sgἐρημόωstrip bare: fut ind mid 2nd sg -
3 ερήμωση
[-ις (-εως)] η1) опустошение, превращение в пустыню, разорение, разрушение; истребление населения; 2) грабёж, разграбление -
4 ερήμωση
[эримоси] ουσ. Θ. опустошеие, разорение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ερήμωση
-
5 ερήμωση
[эримоси] ουσ θ опустошеие, разорение. -
6 tenhalaşma
ερήμωση -
7 опустошение
-я ουδ.1. ερήμωση, ρήμαγμα, ρημαδιό•опустошение городов ερήμωση των πόλεων.
2. βλ. опустошнность. -
8 разгром
-а α.1. συντριβή, συντριπτική ήττα, καταστροφή, πανωλεθρία, νίλα. разгром врага συντριβή του εχθρού.2. ερείπωση• ερήμωση•-города ερείπωση της πόλης•
разгром страны ερήμωση της χώρας.
|| πλήρης αταξία, χάος. -
9 безлюдье
безлюд||ьес ἡ ἐρήμωση [-ις] (отсутствие людей) / ἡ ἔλλειψη [-ις] κατάλληλων ἀνθρώπων (недостаток в нужных людях):на \безлюдьеье στήν ἀναβροχιά. -
10 запустение
запусте||ниес ἡ ἐρήμωση [-ις]. -
11 опустошение
опустош||ениес1. ἡ ἐρήμωση, ἡ κατερείπωση [-ις], τόρήμαγμα·2. (нравственное) ἡ πώρωση [-ις]. -
12 разгром
разгромм1. (уничтожение) ἡ συντριβή, τό τσάκισμα, ἡ κατατρόπωση [-ις], ἡ ἔξολόθρευση [-ις]/ ἡ ἐρήμωση [-ις], ἡ καταστροφή (опустошение)·2. (беспорядок) τό χάος, ἡ σύγχυση. -
13 разорение
разорениес1. (потеря состояния} ἡ καταστροφή, ἡ χρεωκοπία·2. (города и т. п.) τό ἀφάνισμα, τό ρήμαγμα, ἡ ἐρήμωση. -
14 разруха
разрухаж ἡ καταστροφή, ἡ ἐρήμωση[-ις], ὁ ἀφανισμός. -
15 ερήμωμα
τό1) опустошение, разорение; разрушение (действие и результат); 2) см. ερήμωση 2 -
16 desolation
noun ερήμωση/δυστυχία -
17 havoc
['hævək](great destruction or damage: The hurricane created havoc over a wide area.) ερήμωση,καταστροφή -
18 опустошение
[απουστασένιιε] ουσ. ο. ερήμωση -
19 опустошение
[απουστασένιιε] ουσ ο ερήμωση -
20 запустение
-я ουδ.εγκατάλειψη, ερήμωση. ελάττωση, μείωση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ερήμωση — η (AM ἐρήμωσις) [ερημώνω] 1. καταστροφή, ρήμαγμα, κατερείπωση 2. κένωση, εγκατάλειψη τόπου νεοελλ. (για καλλιεργημένες εκτάσεις) αποψίλωση, απογύμνωση … Dictionary of Greek
ερήμωση — η καταστροφή, λεηλασία, αρπαγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρημώσῃ — ἐρημώσηι , ἐρήμωσις making desolate fem dat sg (epic) ἐρημάζω to be left lonely fut part act fem dat sg (attic epic ionic) ἐρημόω strip bare aor subj mid 2nd sg ἐρημόω strip bare aor subj act 3rd sg ἐρημόω strip bare fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ούννοι — Νομαδικός λαός μογγολικής καταγωγής, που στο β’ μισό του 4ου αι. μ.Χ. εγκατέλειψε τις στέπες του σημερινού Τουρκεστάν, εισέβαλε στη νότια Ρωσία, υποτάσσοντας ένα μέρος από τους εκεί εγκατεστημένους Γότθους, τους Οστρογότθους, ενώ παράλληλα… … Dictionary of Greek
Χωρήβ — το, ΝΜΑ άκλ. βιβλική ονομασία τού όρους Σινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. horebh «ερήμωση, ξηρότητα»] … Dictionary of Greek
έπαρση — η (AM ἔπαρσις) [επαίρω] 1. ανύψωση («έπαρση σημαίας») 2. υπερηφάνεια, αλαζονεία («ἐπαινεῑ δὲ τὸ τοιοῡτον τῆς ἐπάρσεως εἶδος», Γρηγ. Νύσσ.) μσν. 1. (για ύφος) ύψος 2. υπερεκτίμηση, «μεγάλη ιδέα» για κάποιον 3. στον πληθ. α) μεγαλεία («τ ἀγαθὰ κ οἱ … Dictionary of Greek
αναστάτωση — η (Α ἀναστάτωσις) η πράξη και το αποτέλεσμα του αναστατώνω, αναταραχή, αναστάτωμα αρχ. ερήμωση, καταστροφή … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
δάφνι — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… … Dictionary of Greek
δήωση — η (AM δήωσις) [δηώ] ερήμωση, λεηλασία πόλης ή χώρας … Dictionary of Greek
δαφνί — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… … Dictionary of Greek