-
1 ἐρημό-πτολις
ἐρημό-πτολις, ιδος, der Vaterstadt beraubt, Eur. Tr. 620.
-
2 ἐρημόπτολις
ἐρημό-πτολις, ιδος, der Vaterstadt beraubt -
3 ερημοπτολις
См. также в других словарях:
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek