-
1 ερημαίον
-
2 ἐρημαῖον
См. также в других словарях:
ἐρημαῖον — ἐρημαῖος desolate masc acc sg ἐρημαῖος desolate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ερημαίον
2 ἐρημαῖον
ἐρημαῖον — ἐρημαῖος desolate masc acc sg ἐρημαῖος desolate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)