-
1 ερείψιμον
-
2 ἐρείψιμον
См. также в других словарях:
ἐρείψιμον — ἐρείψιμος thrown down masc/fem acc sg ἐρείψιμος thrown down neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερείψιμος — ἐρείψιμος, ον (Α) [έρειψη] γκρεμισμένος, πεσμένος σε ερείπια («πᾱν δ’ ἐρείψιμον στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας», Ευρ.) … Dictionary of Greek
στέγος — (I) τὸ, Α 1. στέγη, σκεπή («πᾱν δ ἐρείψιμον στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας ἐξ ἄκρων σταθμῶν», Ευρ.) 2. κατοικία, οικοδόμημα 3. πρόδομος οικοδομήματος 4. τάφος 5. κάλπη, τεφροδόχη 6. πορνείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ τού στέγω* + κατάλ. ουδ. ος. Ο τ.… … Dictionary of Greek