-
1 ερεβίνθω
-
2 ἐρεβίνθῳ
См. также в других словарях:
ἐρεβίνθῳ — ἐρέβινθος chick pea masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ερεβίνθω
2 ἐρεβίνθῳ
ἐρεβίνθῳ — ἐρέβινθος chick pea masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)