-
1 ἐργ-επι-στάτης
ἐργ-επι-στάτης, ὁ, Aufseher bei öffentlichen Arbeiten, Artemid. 4, 33; Inscr. 337.
-
2 ἐργεπιστάτης
ἐργ-επι-στάτης, ὁ, Aufseher bei öffentlichen Arbeiten
1 ἐργ-επι-στάτης
ἐργ-επι-στάτης, ὁ, Aufseher bei öffentlichen Arbeiten, Artemid. 4, 33; Inscr. 337.
2 ἐργεπιστάτης