-
1 εργοπόνος
-
2 ἐργοπόνος
-
3 εργοπονος
-
4 ἐργοπόνος
ἐργο-πόνος, ὁ,A husbandman, AP11.9 (Leon.); hunter, Opp.C.1.148 ; fisher, Nic. Th. 831 ;ἐ. ἐλέφαντος
a worker in..,Man.
1.298 : as Adj., laborious, Coluth.195 (fem.); in bad sense (cf. πόνηρος, πανοῦργος), Rhetor. in Cat.Cod.Astr.7.198.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργοπόνος
-
5 ἐργοπόνος
ἐργο-πόνος, ὁ, der Arbeiter. Adj. arbeitsam -
6 εργοπόνοι
-
7 ἐργοπόνοι
-
8 εργοπόνοιο
-
9 ἐργοπόνοιο
-
10 εργοπόνοις
-
11 ἐργοπόνοις
-
12 εργοπόνοισι
-
13 ἐργοπόνοισι
-
14 εργοπόνοισιν
-
15 ἐργοπόνοισιν
-
16 εργοπόνον
-
17 ἐργοπόνον
-
18 εργοπόνου
-
19 ἐργοπόνου
-
20 εργοπόνους
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εργοπόνος — ἐργοπόνος, ὁ (AM) 1. αυτός που εκτελεί χειρωνακτική ή κοπιαστική εργασία (γεωργός, αλιεύς, κυνηγός) 2. (για τον Χριστό ως Υιό και Λόγο τού Θεού) ο δημιουργός αρχ. ως επίθ. εργατικός, φιλόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. έργον + πόνος «κόπος»] … Dictionary of Greek
ἐργοπόνος — husbandman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργοπόνοι — ἐργοπόνος husbandman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργοπόνοιο — ἐργοπόνος husbandman masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργοπόνοις — ἐργοπόνος husbandman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργοπόνοισι — ἐργοπόνος husbandman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργοπόνοισιν — ἐργοπόνος husbandman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργοπόνον — ἐργοπόνος husbandman masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργοπόνου — ἐργοπόνος husbandman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργοπόνους — ἐργοπόνος husbandman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργοπόνῳ — ἐργοπόνος husbandman masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)