Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐργοπόνος

См. также в других словарях:

  • εργοπόνος — ἐργοπόνος, ὁ (AM) 1. αυτός που εκτελεί χειρωνακτική ή κοπιαστική εργασία (γεωργός, αλιεύς, κυνηγός) 2. (για τον Χριστό ως Υιό και Λόγο τού Θεού) ο δημιουργός αρχ. ως επίθ. εργατικός, φιλόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. έργον + πόνος «κόπος»] …   Dictionary of Greek

  • ἐργοπόνος — husbandman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργοπόνοι — ἐργοπόνος husbandman masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργοπόνοιο — ἐργοπόνος husbandman masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργοπόνοις — ἐργοπόνος husbandman masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργοπόνοισι — ἐργοπόνος husbandman masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργοπόνοισιν — ἐργοπόνος husbandman masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργοπόνον — ἐργοπόνος husbandman masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργοπόνου — ἐργοπόνος husbandman masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργοπόνους — ἐργοπόνος husbandman masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργοπόνῳ — ἐργοπόνος husbandman masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»