-
1 εργολαβείας
ἐργολαβείᾱς, ἐργολάβειαmaking profit out of: fem acc plἐργολαβείᾱς, ἐργολάβειαmaking profit out of: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ἐργολαβείας
ἐργολαβείᾱς, ἐργολάβειαmaking profit out of: fem acc plἐργολαβείᾱς, ἐργολάβειαmaking profit out of: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἐργολαβείας — ἐργολαβείᾱς , ἐργολάβεια making profit out of fem acc pl ἐργολαβείᾱς , ἐργολάβεια making profit out of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργολάβεια — ἐργολάβεια, ἡ (Α) 1. κερδοσκοπία («ἁμαρτωλός διώκων ἐργολαβείας ἐμπεσεῑται εἰς κρίσεις», ΠΔ) 2. εκμετάλλευση ανθρώπου, κερδοσκοπία σε βάρος άλλου … Dictionary of Greek