-
1 εργαστηρίω
-
2 ἐργαστηρίῳ
-
3 εργαστηρίωι
-
4 ἐργαστηρίωι
См. также в других словарях:
ἐργαστηρίῳ — ἐργαστήριον any place in which work is done neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστηρίωι — ἐργαστηρίῳ , ἐργαστήριον any place in which work is done neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)