-
1 ἐργάσιμος
ἐργάσιμος, ον, zu bearbeiten, was bearbeitet werden kann, bes. vom Lande, urbar gemacht, χωρία Plat. Legg. I, 639 a; XII, 958 d; Xen. Cyr. 1, 4, 16; Theophr. u. Sp.; – thätig, arbeitend, ϑρασύτης Orph. H. 68, 11; τὸ ἐργάσιμον, die Arbeiter, App. B. C. 3, 72; γυναῖκες od. ἑταῖραι, öffentliche Huren, die ein Gewerbe damit treiben, Artemid. 1, 80.
-
2 ἐργάσιμος
ἐργάσιμος, ον, zu bearbeiten, was bearbeitet werden kann, bes. vom Lande, urbar gemacht; tätig, arbeitend; τὸ ἐργάσιμον, die Arbeiter; γυναῖκες od. ἑταῖραι, öffentliche Huren, die ein Gewerbe damit treiben
См. также в других словарях:
ἐργάσιμος — to be worked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργάσιμος — η, ο (AM ἐργάσιμος, ον και ος, η, ον) [εργασία] ο χρόνος κατά τον οποίο οφείλει ή μπορεί να εργάζεται κανείς («εργάσιμες ώρες γραφείου») αρχ. μσν. (για γη) καλλιεργήσιμος αρχ. 1. αυτός που επιδέχεται κατεργασία («ἐν παντὶ σκεύει ἐργασίμῳ… … Dictionary of Greek
εργάσιμος — η, ο 1. αυτός που μπορεί να καλλιεργηθεί, να δουλευτεί, καλλιεργήσιμος: Ξύλο εργάσιμο. 2. για χρόνο, εκείνος κατά τον οποίο μπορεί ή πρέπει να εργαστεί κανείς: Το γραφείο δέχεται τους πολίτες σε μέρες και ώρες εργάσιμες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐργασιμώτερον — ἐργάσιμος to be worked masc acc comp sg ἐργάσιμος to be worked neut nom/voc/acc comp sg ἐργάσιμος to be worked adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάσιμον — ἐργάσιμος to be worked masc/fem acc sg ἐργάσιμος to be worked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίμοις — ἐργάσιμος to be worked masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίμου — ἐργάσιμος to be worked masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίμους — ἐργάσιμος to be worked masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίμων — ἐργάσιμος to be worked masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίμῳ — ἐργάσιμος to be worked masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάσιμα — ἐργάσιμος to be worked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)