-
1 εργάσιμος
-
2 ἐργάσιμος
-
3 ἐργάσιμος
ἐργάσιμος, ον, zu bearbeiten, was bearbeitet werden kann, bes. vom Lande, urbar gemacht, χωρία Plat. Legg. I, 639 a; XII, 958 d; Xen. Cyr. 1, 4, 16; Theophr. u. Sp.; – thätig, arbeitend, ϑρασύτης Orph. H. 68, 11; τὸ ἐργάσιμον, die Arbeiter, App. B. C. 3, 72; γυναῖκες od. ἑταῖραι, öffentliche Huren, die ein Gewerbe damit treiben, Artemid. 1, 80.
-
4 εργασιμος
-
5 ἐργάσιμος
ἐργάσιμος, ον, zu bearbeiten, was bearbeitet werden kann, bes. vom Lande, urbar gemacht; tätig, arbeitend; τὸ ἐργάσιμον, die Arbeiter; γυναῖκες od. ἑταῖραι, öffentliche Huren, die ein Gewerbe damit treiben -
6 εργάσιμος
-
7 ἐργάσιμος,-οσ/-η,-ον
A 2-1-0-0-0=3 Lv 13,48.49; 1 Sm 20,19to be worked, that which can be worked Lv 13,48ἡ ἡμέρα ἡ ἐργασίμη workday 1 Sm 20,19 -
8 εργάσιμος
[эргасимос] επ предназначенный для работы. -
9 ἐργάσιμος
ἐργᾰσ-ιμος, ον,A to be worked, that can be worked, Alc. ap. Sch.Gen.Il.21.319, Plu.2.701c ; ξύλα, opp. καύσιμα, Poll.7.109 ;σκεῦος ἐ. δέρματος LXXLe.13.49
; mostly of land, ἐ. χωρία tillable land, Pl.Lg. 639a, 958d, Arist.Pr. 924a1 (sg. in PHal.1.103 (iii B.C.));τὰ ἐ. X.Cyr.1.4.16
, etc. ; [full] τὰ τεμένη, ὅσα.. θεμιτόν ἐστιν ἐ. ποιεῖν to bring into cultivation, IG2.1059.17(iv B.C.) ; ἡ ἐ. (sc. γῆ) Thphr.HP 6.3.5.II [voice] Act., working for a livelihood, τὸ ἐ. the working people, App.BC3.72 ; esp. of courtesans, Artem.1.78.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργάσιμος
-
10 εργασιμώτερον
ἐργάσιμοςto be worked: masc acc comp sgἐργάσιμοςto be worked: neut nom /voc /acc comp sgἐργάσιμοςto be worked: adverbial -
11 ἐργασιμώτερον
ἐργάσιμοςto be worked: masc acc comp sgἐργάσιμοςto be worked: neut nom /voc /acc comp sgἐργάσιμοςto be worked: adverbial -
12 εργάσιμον
-
13 ἐργάσιμον
-
14 εργασίμοις
-
15 ἐργασίμοις
-
16 εργασίμου
-
17 ἐργασίμου
-
18 εργασίμους
-
19 ἐργασίμους
-
20 εργασίμω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐργάσιμος — to be worked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργάσιμος — η, ο (AM ἐργάσιμος, ον και ος, η, ον) [εργασία] ο χρόνος κατά τον οποίο οφείλει ή μπορεί να εργάζεται κανείς («εργάσιμες ώρες γραφείου») αρχ. μσν. (για γη) καλλιεργήσιμος αρχ. 1. αυτός που επιδέχεται κατεργασία («ἐν παντὶ σκεύει ἐργασίμῳ… … Dictionary of Greek
εργάσιμος — η, ο 1. αυτός που μπορεί να καλλιεργηθεί, να δουλευτεί, καλλιεργήσιμος: Ξύλο εργάσιμο. 2. για χρόνο, εκείνος κατά τον οποίο μπορεί ή πρέπει να εργαστεί κανείς: Το γραφείο δέχεται τους πολίτες σε μέρες και ώρες εργάσιμες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐργασιμώτερον — ἐργάσιμος to be worked masc acc comp sg ἐργάσιμος to be worked neut nom/voc/acc comp sg ἐργάσιμος to be worked adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάσιμον — ἐργάσιμος to be worked masc/fem acc sg ἐργάσιμος to be worked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίμοις — ἐργάσιμος to be worked masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίμου — ἐργάσιμος to be worked masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίμους — ἐργάσιμος to be worked masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίμων — ἐργάσιμος to be worked masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίμῳ — ἐργάσιμος to be worked masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάσιμα — ἐργάσιμος to be worked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)