Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐργάνην

См. также в других словарях:

  • Ἐργάνην — Ἐργάνη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργάνην — ἐργάνη worker fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργάν — η (AM ἐργάνη) νεοελλ. εργαλείο που χρησιμοποιείται στη συλλογή τών καρπών τής ελιάς αρχ. μσν. εργασία, έργο αρχ. (επίκληση τής Αθηνάς ως προστάτριας τής εργασίας) εργάτρια («Ἀθηνᾱν ἐπωνόμασαν ἐργάνην», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έργov. Ο τ. εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»