-
1 ερανέμπολοι
-
2 ἐρανέμπολοι
См. также в других словарях:
ἐρανέμπολοι — ἐρανέμπολος trader on borrowed capital masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ερανέμπολοι
2 ἐρανέμπολοι
ἐρανέμπολοι — ἐρανέμπολος trader on borrowed capital masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)