-
1 ἐρί-τῑμος
-
2 ἐρι-
Grammatical information: prefixMeaning: `very, high' (Il.),Compounds: esp. in Bahuvrihi's like ἐρί-(γ)δουπος, - σθενής, - τιμος, - αύχην; also ἐρι-βρεμέτης, - δμᾶτος (A. Ag. 1461 [lyr.]) a. o.; cf. Chantraine REGr. 49, 406.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Beside ἐρι- stands with the same meaning ἀρι-, which however like Skt. ari-, as opposed to ἐρι-, belongs in verbal adjectives, cf. s. v. and Schwyzer 434. One might think of a connection with ὄρνυμι `rise etc.' ( ἐρι- beside *ἔρος?, cf. s. ἐρέας). - The comment in DELG is unclear to me.Page in Frisk: 1,557-558Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρι-
-
3 ἐρίτιμος
ἐρί-τῑμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρίτιμος
-
4 ἐρίτῖμος
ἐρί - τῖμος ( τῖμή): highly - prized, precious, Il. 2.447. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐρίτῖμος
-
5 ἐρίτῑμος
ἐρί-τῑμος, sehr geschätzt, köstlich -
6 εριτιμος
См. также в других словарях:
ευρύτιμος — εὐρύτιμος, ον (Α) αυτός που τιμάται παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + τιμος (< τιμή), πρβλ. ερί τιμος, ομό τιμος] … Dictionary of Greek
αχώριστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε χωρίζει ή δεν μπορεί να χωρίσει: Χρόνια τώρα είναι φίλοι αχώριστοι. 2. αυτός που δεν πήρε διαζύγιο: Πήγαν στα δικαστήρια, αλλά είναι ακόμη αχώριστοι. 3. (γραμμ.), «αχώριστα μόρια», λεξίδια που απαντούν μόνο ως πρώτα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερίτιμος — η, ο (AM ἐρίτιμος, ον) 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αξία, ο πολύτιμος 2. (για πρόσωπα) εντιμότατος, αξιότιμος αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐρίτιμος είδος ψαριού. επίρρ... ἐριτίμως (Μ) πολύτιμα, με μεγάλη αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) … Dictionary of Greek