Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐρί-τῑμος

См. также в других словарях:

  • ευρύτιμος — εὐρύτιμος, ον (Α) αυτός που τιμάται παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + τιμος (< τιμή), πρβλ. ερί τιμος, ομό τιμος] …   Dictionary of Greek

  • αχώριστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε χωρίζει ή δεν μπορεί να χωρίσει: Χρόνια τώρα είναι φίλοι αχώριστοι. 2. αυτός που δεν πήρε διαζύγιο: Πήγαν στα δικαστήρια, αλλά είναι ακόμη αχώριστοι. 3. (γραμμ.), «αχώριστα μόρια», λεξίδια που απαντούν μόνο ως πρώτα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερίτιμος — η, ο (AM ἐρίτιμος, ον) 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αξία, ο πολύτιμος 2. (για πρόσωπα) εντιμότατος, αξιότιμος αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐρίτιμος είδος ψαριού. επίρρ... ἐριτίμως (Μ) πολύτιμα, με μεγάλη αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»