1 ἐρί-δηλος
ἐρί-δηλος, sehr deutlich, Sp.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐρί-δηλος
2 ἐρίδηλος
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἐρίδηλος
ερίδηλος — ἐρίδηλος, ον (Α) 1. κατάλληλος, πολύ επιφανής 2. προφανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + δήλος] … Dictionary of Greek