-
1 ἐρίχρυσος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρίχρυσος
-
2 εριχρύσοιο
-
3 ἐριχρύσοιο
-
4 εριχρύσων
-
5 ἐριχρύσων
См. также в других словарях:
ερίχρυσος — ἐρίχρυσος, ον (Μ) αυτός που έχει αφθονία χρυσού, ο πλούσιος («πτολίεθρον ἐριχρύσων βασιλήων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι + χρυσός] … Dictionary of Greek
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek
ἐριχρύσοιο — ἐριχρύ̱σοιο , ἐρίχρυσος rich in gold masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριχρύσων — ἐριχρύ̱σων , ἐρίχρυσος rich in gold masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)