-
1 Έριφον
-
2 Ἔριφον
-
3 έριφον
-
4 ἔριφον
-
5 ἔριφον
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔριφον
-
6 ἑκατοντέριφον
ἑκᾰτοντ-έρῐφον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντέριφον
-
7 ἧπαρ
A liver, Od.9.301, Gal.2.575, etc.; of various animals, as a favourite dish,κάπρου Ar.Fr.318.5
;καπρίσκου Crobyl.7
; [ ἐρίφον] Euphro 1.23;εἰ μὴ σὺ χηνὸς ἧπαρ ἔχεις Eub.101
, cf. Ath.3.106fsq., Poll.6.49;φασγάνῳ οὖτα καθ' ἧπαρ Il.20.469
; παῖσαι ὑφ' ἧπαρ or πρὸς ἧπαρ, S.Ant. 1315, E.Or. 1063;ὑφ' ἧπαρ πεπληγμένη S.Tr. 931
; ὑφ' ἥπατος φέρειν, of pregnant women, E.Supp. 919 (lyr.): as the seat of the passions, anger, fear, etc., A.Ag. 432 (lyr.), 792 (anap.), Eu. 135, E.Supp. 599 (lyr.);χολὴν οὐκ ἔχεις ἐφ' ἥπατι Archil.131
;χωρεῖ πρὸς ἧπαρ.. δύη S.Aj. 938
; τήκειν ἧ. Call.Aet.Oxy. 2079.8, cf. Fr. 222; of love,χαλεπὸς γὰρ ἔσω θεὸς ἧπαρ ἄμυσσεν Theoc. 13.71
;τὸ μὲν θυμοειδὲς περὶ τὰν καρδίαν, τὸ δ' ἐπιθυματικὸν περὶ τὸ ἧπαρ Ti.Locr.100a
, cf. Plu.2.45of.
См. также в других словарях:
Ἔριφον — Ἔριφος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔριφον — ἔριφος kid masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
овьча — ОВЬЧА| (102), ТЕ с. Ягненок: заблѹжьшеѥ овьчѧ възвести. УСт к. XII, 222 об.; не подобаѥть бо… вълка съ овьчатьмь съкѹплѧти. (τῷ προβοτῳ) КЕ XII, 62б; да не при˫атна будеть б҃мь мл҃тва ваша ˫ако овча порочьно. ПрЛ 1282, 86а; Аще дасть кто ближнему … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά … Dictionary of Greek