-
1 ερίφιον
-
2 ἐρίφιον
-
3 ἐρίφιον
-
4 εριφιον
τό козленочек NT. -
5 ἐρίφιον
II = rubus agrestis, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρίφιον
-
6 ἐρίφιον
ἐρίφιον, ου, τό (s. next entry; Athen. 14, 661b; PThéad 8, 11 al.; Tob 2:13) dim. of ἔριφος, properly ‘kid’ but also goat (cp. the interchange betw. ἐ. and ἔριφος Tob 2:12, 13) Lk 15:29 v.l.; Mt 25:33 the imagery here relates to the fact of a separation, not an evaluation of goats as such (cp. vs. 32 ἔριφος).—DELG s.v. ἔριφος. M-M. -
7 ἐρίφιον
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐρίφιον
-
8 ερίφιον
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ερίφιον
-
9 ἐρίφιον
козел, козленочек.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐρίφιον
-
10 ἐρίφιον
-ου + τό N 2 0-0-0-0-2=2 Tob 2,13kid; neol.? -
11 τακερόω
-
12 εριφίων
-
13 ἐριφίων
-
14 ερίφια
-
15 ἐρίφια
-
16 2055
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2055
-
17 τακερόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τακερόω
-
18 ἔριφος
Grammatical information: m. and f.Meaning: `young he-goat' (Il., Crete); in plur. name of a constellation of stars (Demokr., Theoc.; s. Scherer Gestirnnamen 124f.).Derivatives: Hypocoristic diminutive ἐρίφιον (Athenio Com.) with ἐριφιήματα ἔριφοι. Λάκωνες H. (on the formation Chantraine Formation 178, Schwyzer 523); adj. ἐρίφειος `belonging to ἔριφος' (Com., X.); Έρίφιος surname of Dionysos in Metapontum (Apollod.; cf. on Εἰραφιώτης); ἐριφέας (for *ἐριφίας?) χίμαρος H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation like ἔλαφος a. o. (s. v.). - Resembles a word for `goat, deer', OIr. heirp (\< * erbhī?; futher Pok. 326). Much farther is Arm. oroǰ `agnus, agna' (\< *er-oǰ, erinǰ `young cow' (unclear) and Italic, Lat. aries, -ĕtis, Umbr. erietu `arietem'. Also in ἐρῑνεός `wild fig' an old word for `buck' has been supposed (s. v.). - See W.-Hofmann s. aries. Cf. Specht Ursprung 156 und 221.Page in Frisk: 1,560Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔριφος
См. также в других словарях:
ἐρίφιον — rubus agrestis neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριφίων — ἐρίφιον rubus agrestis neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίφια — ἐρίφιον rubus agrestis neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερίφιο — και (ε)ρίφι, το (AM ἐρίφιον, Μ και ἐρίφι( ν) και ρίφι( ν)) κατσικάκι, νεαρός γόνος αίγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερίφ ιον υποκοριστικό τής λ. έριφος*] … Dictionary of Greek
εριφιακό — ἐριφιακόν και ριφιακόν, τὸ (Μ) [ερίφιον] κρέας από μικρό κατσίκι … Dictionary of Greek
χοιρίημα — Α (κατά τον Ησύχ.) «χοιρίδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. ί ημα, κατά το ἐριφ ί ημα: ἐρίφιον (για ανάλογους τ. επεκταμένους με κατάλ. ημα, πρβλ. λέσχ ημα: λέσχη, προβάτ ημα: πρόβατον)] … Dictionary of Greek
Φυτάλης, Λάζαρος — (1831 – 1909). Έλληνας γλύπτης από την Τήνο. Ανάμεσα στα έργα του ξεχωρίζουν τα Δαβίδ και Ποιμήν κρατών ερίφιον, τα οποία φιλοτέχνησε με τον –επίσης γλύπτη– αδελφό του Γεώργιο. Τα έργα αυτά βραβεύτηκαν στην Αθήνα, το δεύτερο μάλιστα και στην… … Dictionary of Greek