-
1 ερίσωσιν
-
2 ἐρίσωσιν
-
3 ἐρίζω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐρίζω
См. также в других словарях:
ἐρίσωσιν — ἐρίζω strive aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)