Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐρέ-της

См. также в других словарях:

  • ολέτης — ὀλέτης, ὁ, θηλ. ὀλέτις (Α) ολετήρας, καταστροφέας, εξολοθρευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ολε (βλ. όλλυμι, πρβλ. ὄλε θρος, ὤλεσ α) + κατάλ. της (πρβλ. ερέ της)] …   Dictionary of Greek

  • erǝ-1, rē-, er(e)- —     erǝ 1, rē , er(e)     English meaning: to row     Deutsche Übersetzung: “rudern; Ruder”     Material: O.Ind. arí tra m. “ driving; rudder “, n. (also áritra ) “ rudder, helm “, aritár “oarsman”; Gk. ἐρέ της “oarsman”, replacement for *ἐρετήρ… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Κοπεγχάγη — (δαν. Kobenhavn). Πόλη (499.148κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Δανίας και της ομώνυμης κομητείας (526 τ. χλμ., 615.115 κάτ.). Είναι χτισμένη κατά ένα μέρος στο ανατολικό άκρο του νησιού Σγελάνδη και κατά ένα μέρος στο βόρειο άκρο του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • είρω — (I) εἴρω (Α) 1. συναρμολογώ, συναρμόζω 2. παρεμβάλλω, εμπλέκω 3. (για λόγο) συνδέω 4. φρ. «εἰρομένη λέξις» χαλαρό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστώτα (με επίθημα * ye / yo ) που σχηματίζεται από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *ser… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Αβέρωφ-Τοσίτσας, Ευάγγελος — (Τρίκαλα 1910 – 1990). Πολιτικός και συγγραφέας. Απόγονος του μεγάλου ευεργέτη Γεωργίου Α. Σπούδασε νομικά και πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Λοζάνης. Αρχικά εργάστηκε ως δημοσιογράφος στη Λοζάνη, ενώ παράλληλα έστελνε… …   Dictionary of Greek

  • Βαρβιτσιώτης, Ιωάννης — (Αθήνα 1933 –). Πολιτικός. Σπούδασε στη Νομική Σχολή της Αθήνας και στο πανεπιστήμιο του Φράϊμπουργκ και το 1960 έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο. Πολιτικός με πλούσια δραστηριότητα, εξελέγη βουλευτής της ΕΡΕ στις διαδοχικές εκλογές του 1961, του… …   Dictionary of Greek

  • Μανιαδάκης, Κωνσταντίνος — (Σοφικό Κορινθίας 1893 – Αθήνα 1972). Στρατιωτικός και πολιτικός. Υπήρξε στενός συνεργάτης του Ιωάννη Μεταξά. Διατέλεσε υπουργός Δημόσιας Ασφάλειας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου (1936 41). Κατά τη διάρκεια της Κατοχής διέφυγε …   Dictionary of Greek

  • εξήρης — ες (Α ἑξήρης, ες) 1. αυτός που έχει έξι σειρές κουπιά 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑξήρης πλοίο με έξι σειρές κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + ήρης (< ερέ , πρβλ. ερέτης), με λειτουργία τού νόμου «τής εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • ερευνώ — (AM ἐρευνῶ, άω, Μ και ἐρεύω) 1. αναζητώ κάτι, ζητώ να βρω κάτι, ψάχνω για κάτι 2. εξετάζω με προσοχή κάτι, μελετώ, προσπαθώ να εισχωρήσω στο βάθος τής υπόθεσης, να βρω την αλήθεια («ἐρευνῶ τάς Γραφάς») 3. ιατρ. εξετάζω μσν. επιτηρώ αρχ. ζητώ να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»