-
1 ἐρέτης
Grammatical information: m.Meaning: `rower' (Il.),Compounds: As 2. member in ὑπ-ηρέτης, s. v.Derivatives: ἐρετικός `concerning the rowers' (Att.); collective abstrakt εἰρεσίη, - ία ( εἰ- metr. lengthening, maintained in prose) `the rowers' (Od.); denomin. verb ἐρέσσω, rare Att. ἐρέττω, aor. ἐρέσ(σ)αι `row' (Il.; on the formation Schwyzer 725). - Beside these the noun instr. ἐρετμόν n. `oar' (Il.) with ἐρετμόω `complete with oars' (E.), PN Έρετμεύς (θ 111; Boßhardt Die Nomina auf - ευς 121). - Here also the PN Έρέτρια as "the rowing (town)". - On themselves the nouns in - ηρης and - ερος, - ορος like τρι-ήρης `three-rower' (Ion.-Att.), ἁλι-ήρης `rowing the sea' ( κώπη E. Hek. 455 [lyr.]), πεντηκόντερος, πεντηκόντ-ορος `fifty-rower' (Ion.-Att.), s. below.Etymology: The agent noun ἐρέ-της points like the synonymous Skt. ari-tár- (= Gr. *ἐρε-τήρ (* h₁erh₁-) in Έρέτρ-ιᾱ) to a disyllabic primary verb `row', which in Greek was replaced by the denominative ἐρέσσω (uncertain Myc. e-re-e), but is present in other languages: Lith. iriù, ìrti (with acute, agreeing with disyllabic ἐρε-, \< *h₁r̥h₁-), Germ., e. g. ONo. rōa, Celt., e. g. OIr. imb-rā `row, sail' (IE rō- against rē- (i. e. * h₁reh₁- * h₁roh₁-) in Lat. rēmus, cf. below). Traces of this verb in Greek in τρι-ήρης `three-rower' etc. (with compositional lengthening and ending after the σ-stems), πεντηκόντ-ερος, - ορος `fifty-rower' etc. (after the ο-stems, also with - ο- after - γονος, - φορος a. o.; not with J. Schmidt KZ 32, 327 vowel-harmony). Perhaps with το-suffix (Lesb.) τέρρητον τριήρης H., if with Brugmann IF 13, 152f. haplological for *τερρ-έρητον \< *τρι-έρητον, cf. Schwyzer 274. - On influence of ἐρέτης rests prob. the form ἐρετμόν against Skt. arí-tr-a- `oar' (from ari-tár-), Lat. rēmus (formation unclear). - Details in Schwyzer KZ 63, 52ff., Hermann Gött. Nachr. 1943, 3f.; further Pok. 338, W.-Hofmann s. rēmus.Page in Frisk: 1,553-554Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρέτης
-
2 ἠρεμήρης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠρεμήρης
См. также в других словарях:
ολέτης — ὀλέτης, ὁ, θηλ. ὀλέτις (Α) ολετήρας, καταστροφέας, εξολοθρευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ολε (βλ. όλλυμι, πρβλ. ὄλε θρος, ὤλεσ α) + κατάλ. της (πρβλ. ερέ της)] … Dictionary of Greek
erǝ-1, rē-, er(e)- — erǝ 1, rē , er(e) English meaning: to row Deutsche Übersetzung: “rudern; Ruder” Material: O.Ind. arí tra m. “ driving; rudder “, n. (also áritra ) “ rudder, helm “, aritár “oarsman”; Gk. ἐρέ της “oarsman”, replacement for *ἐρετήρ… … Proto-Indo-European etymological dictionary
Κοπεγχάγη — (δαν. Kobenhavn). Πόλη (499.148κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Δανίας και της ομώνυμης κομητείας (526 τ. χλμ., 615.115 κάτ.). Είναι χτισμένη κατά ένα μέρος στο ανατολικό άκρο του νησιού Σγελάνδη και κατά ένα μέρος στο βόρειο άκρο του νησιού… … Dictionary of Greek
είρω — (I) εἴρω (Α) 1. συναρμολογώ, συναρμόζω 2. παρεμβάλλω, εμπλέκω 3. (για λόγο) συνδέω 4. φρ. «εἰρομένη λέξις» χαλαρό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστώτα (με επίθημα * ye / yo ) που σχηματίζεται από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *ser… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Αβέρωφ-Τοσίτσας, Ευάγγελος — (Τρίκαλα 1910 – 1990). Πολιτικός και συγγραφέας. Απόγονος του μεγάλου ευεργέτη Γεωργίου Α. Σπούδασε νομικά και πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Λοζάνης. Αρχικά εργάστηκε ως δημοσιογράφος στη Λοζάνη, ενώ παράλληλα έστελνε… … Dictionary of Greek
Βαρβιτσιώτης, Ιωάννης — (Αθήνα 1933 –). Πολιτικός. Σπούδασε στη Νομική Σχολή της Αθήνας και στο πανεπιστήμιο του Φράϊμπουργκ και το 1960 έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο. Πολιτικός με πλούσια δραστηριότητα, εξελέγη βουλευτής της ΕΡΕ στις διαδοχικές εκλογές του 1961, του… … Dictionary of Greek
Μανιαδάκης, Κωνσταντίνος — (Σοφικό Κορινθίας 1893 – Αθήνα 1972). Στρατιωτικός και πολιτικός. Υπήρξε στενός συνεργάτης του Ιωάννη Μεταξά. Διατέλεσε υπουργός Δημόσιας Ασφάλειας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου (1936 41). Κατά τη διάρκεια της Κατοχής διέφυγε … Dictionary of Greek
εξήρης — ες (Α ἑξήρης, ες) 1. αυτός που έχει έξι σειρές κουπιά 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑξήρης πλοίο με έξι σειρές κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + ήρης (< ερέ , πρβλ. ερέτης), με λειτουργία τού νόμου «τής εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ερευνώ — (AM ἐρευνῶ, άω, Μ και ἐρεύω) 1. αναζητώ κάτι, ζητώ να βρω κάτι, ψάχνω για κάτι 2. εξετάζω με προσοχή κάτι, μελετώ, προσπαθώ να εισχωρήσω στο βάθος τής υπόθεσης, να βρω την αλήθεια («ἐρευνῶ τάς Γραφάς») 3. ιατρ. εξετάζω μσν. επιτηρώ αρχ. ζητώ να… … Dictionary of Greek