-
1 εράσμιος
-
2 ἐράσμιος
-
3 ἐράσμιος
ἐράσμιος, ον, auch dreier Endungen, ἐρασμίη πέλεια Anacr. 14, 1; lieblich, anmuthig, angenehm, von Personen und Sachen, ἥκειν ἐράσμιον πόλει, ersehnt, Aesch. Ag. 591; τὸ ἐρασμιώτατον τῆς ψυχῆς ἦϑος Xen. Mem. 3, 10, 3; Sp., wie Plut. Pomp. 2 Luc. D. D. 30, 15.
-
4 ερασμιος
2 и 31) прелестный, приятный, милый Anacr., Plut., Luc.ὁ τέν ψυχέν ἐ. Xen. — привлекательный по своим душевным качествам человек
2) любимый, желанный(τινι Aesch.)
-
5 ἐράσμιος
A lovely, pleasant, Semon.7.52 ;τὴν ψυχὴν ἐ. X.Smp.8.36
: [comp] Comp., Them.Or.17.216a: [comp] Sup. -ώτατον,ψυχῆς ἦθος X.Mem.3.10.3
;τὸ ἐ. Plot.1.3.2
; beloved, desired, ;ταῖς ἀγέλαισιν Mosch.3.20
; ἐ. ἄγειν τινά treat affectionately, J.AJ19.6.1 : neut.as Adv.,ἐράσμιον ἀνθήσασα AP7.219
(Pomp.Jun.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐράσμιος
-
6 ἐράσμιος
ἐράσμιος, ον, lieblich, anmutig, angenehm (von Personen und Sachen), ἥκειν ἐράσμιον πόλει, ersehnt -
7 εράσμιος
ία, ον1) заслуживающий любви; желанный, любимый; 2) милый, симпатичный, привлекательный, очаровательный, прелестный -
8 ερασμιώτερον
ἐράσμιοςlovely: masc acc comp sgἐράσμιοςlovely: neut nom /voc /acc comp sgἐράσμιοςlovely: adverbial -
9 ἐρασμιώτερον
ἐράσμιοςlovely: masc acc comp sgἐράσμιοςlovely: neut nom /voc /acc comp sgἐράσμιοςlovely: adverbial -
10 ερασμιωτέρας
ἐρασμιωτέρᾱς, ἐράσμιοςlovely: fem acc comp plἐρασμιωτέρᾱς, ἐράσμιοςlovely: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
11 ἐρασμιωτέρας
ἐρασμιωτέρᾱς, ἐράσμιοςlovely: fem acc comp plἐρασμιωτέρᾱς, ἐράσμιοςlovely: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
12 ερασμιώτατα
-
13 ἐρασμιώτατα
-
14 ερασμιώτατον
-
15 ἐρασμιώτατον
-
16 ερασμίως
-
17 ἐρασμίως
-
18 εράσμιον
-
19 ἐράσμιον
-
20 ερατεινός
η, ό[ν] I см. εράσμιοςερατεινός2ο II кофе в чашечке
См. также в других словарях:
ἐράσμιος — lovely masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εράσμιος — α, ο (AM ἐράσμιος, α, ον) [έραμαι] αυτός που σέ κάνει να τόν ερωτεύεσαι, θελκτικός, αξιαγάπητος («τῷ τὴν ψυχὴν ἐρασμίῳ», Ξεν.) αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐράσμιον με αξιαγάπητο τρόπο … Dictionary of Greek
ἐρασμιώτερον — ἐράσμιος lovely masc acc comp sg ἐράσμιος lovely neut nom/voc/acc comp sg ἐράσμιος lovely adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασμιώτατα — ἐράσμιος lovely adverbial superl ἐράσμιος lovely neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασμιώτατον — ἐράσμιος lovely masc acc superl sg ἐράσμιος lovely neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασμίως — ἐράσμιος lovely adverbial ἐράσμιος lovely masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐράσμιον — ἐράσμιος lovely masc/fem acc sg ἐράσμιος lovely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασμιωτάτη — ἐράσμιος lovely fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασμιωτάτην — ἐράσμιος lovely fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασμιωτάτης — ἐράσμιος lovely fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασμιωτάτου — ἐράσμιος lovely masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)