-
1 συν-επ-ωάζω
συν-επ-ωάζω, mit od. zugleich auf den Eiern sitzen u. brüten, Arist. H. A. 5, 27.
-
2 ἐπ-ῳάζω
ἐπ-ῳάζω, auf den Eiern sitzen, brüten, ἄνωϑεν, Arist. H. A. 5, 33 u. oft, wie Plut.; – ausbrüten lassen, οἱ Αἰγύπτιοι οὐκ ἐπῳάζουσι διὰ τῶν ὀρνίϑων, sie lassen die Eier nicht durch Hühner ausbrüten, D. Sic. 1, 74. Vgl. ἐπῴζω.
-
3 επωαζω
1) сидеть на яйцах, высиживать детенышей Arst., Plut.2) ( о домашней птице) разводить, выводить(διὰ τῶν ὀρνίθων Diod.)
-
4 ἐπῳάζω
ἐπ-ῳάζω, auf den Eiern sitzen, brüten; ausbrüten lassen, οἱ Αἰγύπτιοι οὐκ ἐπῳάζουσι διὰ τῶν ὀρνίϑων, sie lassen die Eier nicht durch Hühner ausbrüten -
5 συνεπωάζω
συν-επ-ωάζω, mit od. zugleich auf den Eiern sitzen u. brüten
См. также в других словарях:
ωάζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀκούω, τίθημι». [ΕΤΥΜΟΛ. < δωρ. τ. ὤς / ὤας/ ὤατα τού οὖς «αφτί»] … Dictionary of Greek
επωάζω — (AM ἐπῳάζω) 1. (για πτηνά) εξασφαλίζω με το πτέρωμα τού σώματός μου κατάλληλη θερμοκρασία επί ορισμένο χρονικό διάστημα στα αβγά για να εκκολαφθούν («ἐπῳαζούσης τῆς ὄρνιθος», Αριστοτ.) 2. (για φίδια, ερπετά, αμφίβια) τοποθετώ τα αβγά σε χώρο που… … Dictionary of Greek