-
1 ἐπ-ῳαστικός
ἐπ-ῳαστικός, ή, όν, über den Eiern sitzend, brütend, τῷ ἐπῳαστικώτεραι εἶναι ἕτεραι ἑτέρων, mehr zum Brüten geschickt, geneigt sein, Arist. H. A. 6, 2.
-
2 ἐπῳαστικός
ἐπ-ῳαστικός, ή, όν, über den Eiern sitzend, brütend, τῷ ἐπῳαστικώτεραι εἶναι ἕτεραι ἑτέρων, mehr zum Brüten geschickt, geneigt sein