-
1 ἀγωγός
ἀγωγός, ὁ, der Führer, Wegweiser, Her. 3, 25; Thuc. 2, 12. 4, 78; ἀγωγοὶ ὕδατος, Wasserleitung, Hercdian. 7, 12, 7. – Als adj. führend, χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί Eur. Hec. 536, Trankopfer, welche die Todten herauf beschwören; δακρύων Troad. 1121; τὰ ἀγ. Plat. Rep. VII, 525 a; δύναμις ἀνϑρώπων ἀγ. Plut. Lyc. 5, eine die Menschen leitende Kraft. προϑυμία ἀγωγὸς εἰς μίμησιν Pericl. 1; τὸ ἀγωγόν, das Anziehende, die Verführung, Plut.
-
2 αγωγός
-
3 ἀγωγός
-
4 αγωγος
I21) ведущий, приводящий2) вызывающийἀ. νεκρῶν Eur. — вызывающий души усопших;
δακρύων ἀ. — вызывающий слезы3) влекущий (к себе), привлекательный(προσώπου χάρις Plut.)
δύναμις ἀνθρώπων ἀ. Plut., — влекущая к себе людей сила, обаяниеIIὅ провожатый, проводник Her., Thuc. -
5 ἀγωγός
ἀγωγός, όν,A leading, guiding, and as Subst., guide, Hdt.3.26; escort, Th.2.12, cf. 4.78;ἀ. ὕδατος
aqueduct,Mon.Anc.Gr.
19.5 (pl.); without ὕδατος, Just.Nov.128.16 (pl.): c. gen., δύναμις ἀνθρώπων ἀ. power of leading men, Plu.Lyc.5.2 drawing forth, eliciting,χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί E.Hec. 536
;δακρύων ἀ. Id.Tr. 1131
;γυναικείων Hp.Aph.5.28
;ἐμμήνων Dsc.1.16
.3 abs., attractive, Plu.Crass.7; τὸ ἀ. attractiveness, Id.2.25b. -
6 ἀγωγός
ἀγωγός, der Führer, Wegweiser. Als adj.: führend, leitend, auch: hervorlockend, anziehend. Subst. Reiz -
7 αγωγός
ο1) труба; трубопровод;αγωγός ύδατος — водопровод;
αγωγός πετρελαίου — нефтепровод;
2) эл. провод;3) физ. проводник;καλός (κακός) αγωγός της θερμότητας — хорошая (плохая) теплопроводность;
4) мед. проток -
8 αγωγός
I.οLeiter mII.ο φυσικού αερίουPipeline f [für Erdgas]III.ο φωταερίουGasleitung f -
9 αγωγός
[агогос] ουσ. а. водитель, провод,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγωγός
-
10 αγωγός
[агогос] ουσ α водитель, провод. -
11 αγωγός αερίου
гаcоводГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αγωγός αερίου
-
12 αγωγός
1) canalisation2) chaîne -
13 αγωγός
pipelineΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αγωγός
-
14 προς-αγωγός
προς-αγωγός, zuführend, anziehend, reizend; Plat. def. 414 e; ἐπὶ τὸ προςαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ ἀληϑέστερον ξυνέϑεσαν, Thuc. 1, 21, Schol. ἡδύτερον ὃ προςάγει; Sp., wie Luc. D. D. 20, 11.
-
15 προ-αγωγός
προ-αγωγός, fortführend, Sp. – Bes. Leute zusammenführend, Liebesverhältnisse befördernd, ὁ, der Kuppler, Ar. Thesm. 341 Ran. 1077; Xen. Conv. 4, 65; vgl. Aesch. 1, 184, wo hinzu gesetzt ist ὅτι ἐπὶ μισϑῷ τὸ πρᾶγμα εἰς διάπειραν καὶ λόγον κατέστησεν, Sp.
-
16 παρ-αγωγός
παρ-αγωγός, 1) nebenbei, vorbei, seitwärts führend, Sp. u. VLL., auch irreführend, verleitend, p. bei Phot. v. μύραινα. – 2) abgeleitet, oft bei den Gramm., wie E. M. παραγωγόν τινος u. ἔκ τινος, von einem Worte hergeleitet, bes. durch Anhängung gewisser Endsylben, vgl. Schol. Il. 16, 635, παραγωγὸν ἡγοῦνται, τουτέστι παρολκὴν τῆς ἐπὶ τέλους λέξεως. – Auch adv., ἀντὶ τοῦ κύλικες παραγωγῶς κυλιχνίδας εἴρηκε, Ath. XI, 480 f; vgl. Schol. Ap. Rh. 3, 1390; τὸ εἷναι καὶ ἀφεῖναι παραγωγῶς γέγονεν ἕμεναι, Schol. Il. 11, 141, u. sonst.
-
17 περι-αγωγός
περι-αγωγός, herumführend.
-
18 παιδ-αγωγός
παιδ-αγωγός, Knaben führend, geleitend; ὁ παιδ., eigtl. der Sklave, der die Kinder aus dem Hause der Eltern in die Schule oder in das Gymnasium u. wieder nach Hause zurückführte, Her. 8, 75; Plat. Lys. 208 c 223 a Conv. 183 c; so auch Eur. Ion 725 El. 287. Uebh. Aufseher, Erzieher der Knaben; so heißt Phönix, ὁ τοῦ Ἀχιλλέως παιδαγωγός, Plat. Rep. III, 390 e; neben διδάσκαλος, Legg. VII, 808 e, u. neben ἡγεμών, Rep. V, 467 d; Plut. Alex. 5 vrbdt τροφεῖς καὶ παιδαγωγοὶ καὶ διδάσκαλοι. – Uebh. Leiter, Lehrer, βασιλείας, Plut. Arat. 5, der auch den Fabius Max. den παιδαγωγός des Hannibal nennt, Fab. Max. 5.
-
19 σπονδ-αγωγός
σπονδ-αγωγός, ein Bündniß bringend, κήρυξ, Phryn. in B. A. 62.
-
20 στολ-αγωγός
στολ-αγωγός, = στόλαρχος, Polem. 1, 35.
См. также в других словарях:
ἀγωγός — leading masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… … Dictionary of Greek
αγωγός — ο 1. σωλήνας ή σύρμα με το οποίο μεταφέρεται ή διοχετεύεται κάτι: Πολύ κοντά στο σπίτι μου περνάει ο κεντρικός αποχετευτικός αγωγός. 2. σώμα που έχει ή δεν έχει την ιδιότητα να μεταβιβάζει τον ηλεκτρισμό ή τη θερμότητα: Το ξύλο είναι κακός αγωγός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγωγό σύστημα ή αγωγός ιστός — Το κυκλοφορικό σύστημα των φυτών. Ο α.ι. αποτελείται από το ξύλωμα (αγγειώδης μοίρα) και το φλοίωμα (ηθμώδης μοίρα). Διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τα φύλλα και χρησιμεύει στη μεταφορά του νερού και διαλυμάτων αλάτων από τις… … Dictionary of Greek
συλλέκτης — Αγωγός ειδικά κατασκευασμένος για να περισυλλέγει ρευστά διάφορων ειδών και προελεύσεων. Στην οικοδομική είναι ο αγωγός που οδηγεί την αποχέτευση του κτιρίου στους υπόνομους. Υπάρχει επίσης και ένας αγωγός, μεγάλης διαμέτρου, που συνδέει τα νερά… … Dictionary of Greek
ἀγωγότερον — ἀγωγός leading adverbial comp ἀγωγός leading masc acc comp sg ἀγωγός leading neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρορρόη — Αγωγός που περισυλλέγει τα νερά της βροχής από τις στέγες των κτιρίων, είτε για να τα απομακρύνει, είτε για να τα συγκεντρώσει σε στέρνα για μελλοντική χρησιμοποίηση τους. Παλιότερα η υ. ήταν ένας απλός μεταλλικός σωλήνας ή ένας σκαμμένος… … Dictionary of Greek
ἀγωγόν — ἀγωγός leading masc/fem acc sg ἀγωγός leading neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληνοειδές — Αγωγός περιτυλιγμένος σπειροειδώς, σ’ έναν υψηλό αριθμό διαδοχικών σπειρών. Καθεμιά από τις σπείρες αυτές, όταν διαρρέεται από ρεύμα, ισοδυναμεί μ’ ένα μαγνητικό έλασμα (*μαγνητισμός). Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του σ. συνίσταται στο ότι κατά μήκος… … Dictionary of Greek
ἀγωγοτάτοις — ἀγωγός leading masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωγοῖς — ἀγωγός leading masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)