-
1 ετειος
-
2 επετειος
ион. ἐπέτεος 2 и 31) годичный, годовой(φόρος Her.; καρπός Plat., Arst.)
2) ежегодный(θυσίαι Her.)
3) повторяющийся из года в год(νόσοι Plat.)
4) однолетний(φυτά Arst.)
5) изданный на (текущий) год(τῆς βουλῆς ψηφίσματα Dem.)
6) меняющийся из года в годἐ. τέν φύσιν Arph. — непостоянный по природе
-
3 προετειος
См. также в других словарях:
έτειος — ἔτειος, εία, ον και ος, ον (Α) 1. ετήσιος, αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κάθε χρόνο ή μια φορά τον χρόνο (α. «ἔτεια ἄεθλα» β. «ἔτειος δασμός») 2. ετήσιος, αυτός που διαρκεί ένα έτος («φρουρᾱς ἐτείας μῆκος», Αισχύλ.) 3. ηλικίας ενός έτους («βρέφος … Dictionary of Greek
ἔτειος — yearly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτείων — ἔτειος yearly fem gen pl ἔτειος yearly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔτειον — ἔτειος yearly masc acc sg ἔτειος yearly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτείαις — ἔτειος yearly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτείοις — ἔτειος yearly masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτείους — ἔτειος yearly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτείῳ — ἔτειος yearly masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔτεια — ἔτειος yearly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔτειοι — ἔτειος yearly masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρέτειος — μακρέτειος, ον (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που διαρκεί πολλά χρόνια, πολυετής, πολυχρόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ἔτειος (< ἔτος), πρβλ. επ έτειος] … Dictionary of Greek