Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐπ-ωμάδιος

См. также в других словарях:

  • Ὠμάδιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμάδιος — human sacrifices masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωμάδιος — (I) ία, ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται στους ώμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. άδιος (πρβλ. θνητ άδιος)]. (II) ία, ον, Α 1. (ως προσωνυμία τού Διονύσου επειδή τού προσέφεραν ανθρώπινες θυσίες στην Χίο και στην Τένεδο) ωμοφάγος 2. πιθ. διονυσιακός,… …   Dictionary of Greek

  • Ὠμαδίου — Ὠμάδιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμαδίου — ὠμάδιος human sacrifices masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὠμαδίῳ — Ὠμάδιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμαδίῳ — ὠμάδιος human sacrifices masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὠμάδιε — Ὠμάδιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμάδιε — ὠμάδιος human sacrifices masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὠμάδιον — Ὠμάδιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμάδιον — ὠμάδιος human sacrifices masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»