Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπ-ονείδιστος

См. также в других словарях:

  • ονείδιστος — ὀνείδιστος, ίστη, ον (Α) [ονειδίζω] 1. αξιοκατάκριτος 2. αυτός που προκαλεί ντροπή, αισχρός. επίρρ... ὀνειδίστως (Α) 1. με αξιοκατάκριτο τρόπο 2. με αισχρό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • επονείδιστος — η, ο (AM ἐπονείδιστος, ον) άξιος να επισύρει ονειδισμό, αξιοκατάκριτος, ατιμωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. επί + *ονειδιστός (< ονειδίζω) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»