-
1 επονειδιστος
2постыдный, позорный(ἐπονείδιστόν τι λέγειν Eur.; ἀμαθία Plat.; εἰρήνη Isocr.; ἡδονή Arst.; αἰσχρὸς καὴ ἐ. Plut.)
См. также в других словарях:
ονείδιστος — ὀνείδιστος, ίστη, ον (Α) [ονειδίζω] 1. αξιοκατάκριτος 2. αυτός που προκαλεί ντροπή, αισχρός. επίρρ... ὀνειδίστως (Α) 1. με αξιοκατάκριτο τρόπο 2. με αισχρό τρόπο … Dictionary of Greek
επονείδιστος — η, ο (AM ἐπονείδιστος, ον) άξιος να επισύρει ονειδισμό, αξιοκατάκριτος, ατιμωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. επί + *ονειδιστός (< ονειδίζω) … Dictionary of Greek