-
1 ἐπ-ονείδιστος
ἐπ-ονείδιστος, schimpflich, tadelhaft, schmachvoll, καὶ λυπρόν Eur. I. T. 689; ἀμαϑία, δουλεία, φήμη, Plat. Apol. 29 b Conv. 184 c Polit. 309 e; εἰρήνην οὔτε αἰσχίω ποτὲ γενομένην οὔτ' ἐπονειδιστοτέραν Isocr. 12, 106; πρᾶγμα Is. 2, 41; ἐκείνοις ταῠτα νόμιμα, ἡμῖν δὲ ἐπονείδιστα, bei uns gilt es für tadelnswerth, Xen. Conv. 8, 34; ἐπονείδιστον τὸ πολιτεύεσϑαί ἐστι παρά τινι, wird getadelt, Dem. 26, 19; ἡδοναί Arist. Nic. 10, 3, 8. – Adv., ἐπ ονειδίστως τὸν βίον τελευτᾶν, auf schimpfliche Weise, Isocr. 4, 60; ψέγειν, unter Schmähungen, Pol. 1, 14, 5.
-
2 επονειδιστος
2постыдный, позорный(ἐπονείδιστόν τι λέγειν Eur.; ἀμαθία Plat.; εἰρήνη Isocr.; ἡδονή Arst.; αἰσχρὸς καὴ ἐ. Plut.)
-
3 ἐπονείδιστος
ἐπ-ονείδιστος, schimpflich, tadelhaft, schmachvoll; ἐκείνοις ταῠτα νόμιμα, ἡμῖν δὲ ἐπονείδιστα, bei uns gilt es für tadelnswert. Adv., ἐπ ονειδίστως τὸν βίον τελευτᾶν, auf schimpfliche Weise; ψέγειν, unter Schmähungen
См. также в других словарях:
ονείδιστος — ὀνείδιστος, ίστη, ον (Α) [ονειδίζω] 1. αξιοκατάκριτος 2. αυτός που προκαλεί ντροπή, αισχρός. επίρρ... ὀνειδίστως (Α) 1. με αξιοκατάκριτο τρόπο 2. με αισχρό τρόπο … Dictionary of Greek
επονείδιστος — η, ο (AM ἐπονείδιστος, ον) άξιος να επισύρει ονειδισμό, αξιοκατάκριτος, ατιμωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. επί + *ονειδιστός (< ονειδίζω) … Dictionary of Greek