1 επομβρεομαι
(εἴπερ ἐπομβρηθῇ τὸ ἀρούριον Anth.)
Древнегреческо-русский словарь > επομβρεομαι
2 κατομβρεομαι
ὄμματα κατομβρηθέντα γόοισιν Anth. — заплаканные глаза
Древнегреческо-русский словарь > κατομβρεομαι