-
1 επεισοδιον
τό1) эписодий (в староатт. трагедии, диалог между двумя выступлениями хора)2) вставка, интермедия, эпизодἐπεισόδια τῆς τύχης Polyb. — случайности судьбы3) прибавка, добавлениеγαστρὸς ἐπεισόδια Anth. — десерт, попойка после трапезы
4) (sc. μορφῆς) прикраса, косметическое средство(φύκους ἄνθος ἐ. Anth.)
См. также в других словарях:
εἰσόδιον — εἰσόδιος going masc/fem acc sg εἰσόδιος going neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHORUS — I. CHORUS pars Comediae, una ex accessoriis, inter actum et actum: vel pars est, post actum introducta cum concentu. Dicebatur autem sic primo, multitudo canentium saltantiumque cum tibicine: idque antiquitus circa aras Deûm, Virg. aen. l. 6. v.… … Hofmann J. Lexicon universale
προεισόδιος — α, ο / προεισόδιος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. τὸ προεισόδιον και νεοελλ. μόνο στον πληθ. τα προεισόδια α) προεισαγωγή, προοίμιο («καὶ ἧν ὥσπερ ἐν δράματι προαναφώνησις καὶ προεισόδιον τὸ γινόμενον», Ηλιόδ.) β) απαρχή, προανάκρουσμα («προεισόδια τῆς … Dictionary of Greek