-
1 απαγωγη
ἥ1) отведение, увод(στρατεύματος Xen.)
2) похищение(γυναικῶν Luc.)
3) юр. тж. pl. задержание, предание суду(ἀ. πρὸς τοὺς Ἕνδεκα Dem.)
4) заявление о привлечении к судебной ответственности, судебная жалоба5) внесение, уплата, платеж(φόρου Her.)
6) приведение(εἰς τὸ ἀδύνατον Arst.; πρὸς τὸ χεῖρον Plut.)
7) лог. апагога (сведение какой-л. одной проблемы к другой)(εἰ ὀμοίως πιστὸν τὸ ΒΓ τοῦ ΑΓ, ἀ. ἐστιν Arst.)
-
2 παραγωγη
ἥ1) плавание вдоль берега, каботажная перевозка2) фланговое движение Xen., Polyb.3) высадка на берег(τέν παραγωγέν ποιεῖσθαι Polyb.)
4) скользящее (бесшумное) движение(π. τῶν κωπῶν Xen.)
5) завлеканиеἡ τῆς ἀπάτης π. Her. — хитрый обман
6) увертка, попытка увернуться(π. τοῦ πράγματος Dem.)
; отговорка, оттяжка, уловка(περιπλοκαὴ καὴ παραγωγαί Plut.)
7) отклонение, отступление, нарушениеαἱ παρά τι παραγωγαί Plat. — нарушения (отступления от) чего-л.
8) разновидность, ( о языке) наречие, диалектγλῶσσαν οὐ τέν αὐτέν νενομίκασι, ἀλλὰ τρόπους τέσσερας παραγωγέων Her. — (ионийцы) пользуются не одним и тем же языком, а четырьмя видами наречий
9) грам. парагога, слоговое или буквенное приращение в конце слова10) грам. словопроизводство -
3 προσαγωγη
ἥ1) приближение, доставка, придвигание(τῶν μηχανημάτων Polyb.)
πρὸς τέν τῆς τροφῆς προσαγωγήν Arst. — для того, чтобы подносить пищу (ко рту);ὑψηλὸς ἐκ προσαγωγῆς Arst. — постепенно поднимающийся вверх;ἐκ προσαγωγῆς καὴ κατὰ μικρὸν Arst. — с большой постепенностью2) представление (кого-л. кому-л.), прием3) культ. шествие, процессия (к храму)(πομπαὴ καὴ προσαγωγαί Her.)
4) доступ, возможность(οἳ μάχεσθαι βουλομένῳ προσαγωγέν διδόναι Plut.; προσαγωγέν ἔχειν εἴς τι и ἔν τινι NT.)
5) привлечение, приобретение(ξυμμάχων Thuc.)
ἐκ προσαγωγῆς φίλος Dem. — привлеченный, т.е. случайный друг6) место захода, стоянка(π. νεῶν Polyb.)
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
παραγγέλλω — ΝΜΑ, παραγγέλνω Ν 1. δηλώνω σε κάποιον προφορικά, γραπτά ή μέσω τρίτου προσώπου την επιθυμία μου, διαβιβάζω παραγγελία («ο κυρ Βοριάς παράγγειλεν ούλω τών καραβιώνε», δημοτ. τραγ. β. «μνήμην παραγγέλλοντες, ὧν ἐκύρσατε» Ευρ.) 2. (ιδίως για… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός — (Αριανζός, Καππαδοκία 330; – 389).Άγιος της χριστιανικής Εκκλησίας, από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας καθώς και οικουμενικός διδάσκαλος. Ο συνονόματος πατέρας του προσήλθε στον χριστιανισμό χάρη στις προσπάθειες της ευσεβούς συζύγου του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek