-
1 οἰδίσκω
οἰδίσκω, anschwellen machen, Sp.
-
2 οἰδίσκω
-
3 ἀν-οιδίσκω
ἀν-οιδίσκω, aufschwellen machen, Hippocr.; Theophr. – Pass., aufschwellen, intrans.
-
4 ἐπ-αν-οιδίσκω
ἐπ-αν-οιδίσκω, dasselbe, Hippocr.
-
5 ἐπ-οιδίσκω
ἐπ-οιδίσκω, aufschwellen machen; pass. = Vorigem, Hippocr.
-
6 ἐξ-οιδίσκω
ἐξ-οιδίσκω, Geschwulst verursachen, Hippocr.
-
7 ἀνοιδίσκω
ἀν-οιδίσκω, aufschwellen machen; Pass., aufschwellen -
8 ἐξοιδίσκω
-
9 ἐπανοιδέω
ἐπ-αν-οιδέω, u. ἐπ-αν-οιδίσκω, anschwellen -
10 ἐποιδίσκω
См. также в других словарях:
οιδίσκω — οἰδίσκω (Α) οιδαίνω, εξογκώνω, φουσκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οιδώ] … Dictionary of Greek
οιδώ — οἰδῶ, έω, σπαν. και άω (Α) 1. σχηματίζω οιδήματα, εξογκώνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι, είμαι πρησμένος 2. (για φυτό) αναπτύσσομαι 3. (για καρπό) διογκώνομαι, ωριμάζω («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», Πλούτ.) 4. μτφ. α) (για προσ.) i) είμαι… … Dictionary of Greek
ανοιδίσκω — ἀνοιδίσκω (Α) 1. κάνω κάτι να φουσκώσει 2. (με παθ. σημ.) ανοιδώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + οιδίσκω «εξογκώνω, φουσκώνω»] … Dictionary of Greek
παροιδίσκω — Α [οιδίσκω] σχηματίζω μικρό πρήξιμο, επιφέρω ελαφρό φούσκωμα … Dictionary of Greek