Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐπ-αν-οιδίσκω

См. также в других словарях:

  • οιδίσκω — οἰδίσκω (Α) οιδαίνω, εξογκώνω, φουσκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οιδώ] …   Dictionary of Greek

  • οιδώ — οἰδῶ, έω, σπαν. και άω (Α) 1. σχηματίζω οιδήματα, εξογκώνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι, είμαι πρησμένος 2. (για φυτό) αναπτύσσομαι 3. (για καρπό) διογκώνομαι, ωριμάζω («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», Πλούτ.) 4. μτφ. α) (για προσ.) i) είμαι… …   Dictionary of Greek

  • ανοιδίσκω — ἀνοιδίσκω (Α) 1. κάνω κάτι να φουσκώσει 2. (με παθ. σημ.) ανοιδώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + οιδίσκω «εξογκώνω, φουσκώνω»] …   Dictionary of Greek

  • παροιδίσκω — Α [οιδίσκω] σχηματίζω μικρό πρήξιμο, επιφέρω ελαφρό φούσκωμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»