-
1 ανειρομαι
-
2 ανερομαι
эп.-ион. ἀνείρομαι (рас)спрашивать(τινα Hom., Eur.; τι Hom. и περί τινος Plat.; τινά τι Hom., Eur., Plat.)
-
3 επανειρομαι
См. также в других словарях:
ανείρομαι — ἀνείρομαι (Α) ρωτώ, ανακρίνω, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + είρομαι, του είρω (ΙΙ) «ομιλώ»] … Dictionary of Greek