-
1 κατ-αιγίζω
κατ-αιγίζω, herabstürmen, stürmisch darauflosfahren; πρὶν καταιγίσαι πνοὰς Ἄρεος Aesch. Spt. 63; ἄνεμοι D. Sic. 5, 26; Plut. Sull. 38; καταιγίζουσα ϑάλασσα Theaet. Schol. 2 (X, 16); Strab. IX, 3, 15 von einem Berge, καταιγίζει εἰς τὴν πόλιν; ἡ παραλία τραχεῖα καὶ ὀρεινὴ καὶ καταιγίζουσα 7, 4, 3; übertr., Alexis bei Ath. VIII, 338 e; ἔρωτες Ep. ad. 10 (XII, 88).
-
2 ἐπι-κατ-αιγίζω
ἐπι-κατ-αιγίζω, = ἐπαιγίζω, Schol. Il. 2, 148.
-
3 ἐπ-αιγίζω
ἐπ-αιγίζω (vgl. αἴξ), darauf losstürzen, andringen; ζέφυρος, οὖρος ἐπαιγίζων, Il. 2, 148 Od. 15, 293, βοῤῥᾶς Alciphr. 3, 42, überall λάβρος dabei, Paul. Sil. 30 (V, 286) von Eros λάβρον ἐπαιγίζων; Opp. von einem Flusse, ἐν πεδίοισι, durch das Gefilde hinbrausen, Cyn. 2, 125, vom Delphin, πόντον ἐπαιγίζει, durchstürmt das Meer, Hal. 2, 583.
-
4 ἐπαιγίζω
ἐπ-αιγίζω, darauf losstürzen, andringen; Opp. von einem Flusse, ἐν πεδίοισι, durch das Gefilde hinbrausen; vom Delphin, πόντον ἐπαιγίζει, durchstürmt das Meer -
5 καταιγίζω
κατ-αιγίζω, herabstürmen, stürmisch darauflosfahren; von einem Berge
См. также в других словарях:
αιγίζω — αἰγίζω (Α) [αἰγίς] σχίζω, κομματιάζω … Dictionary of Greek
αιγίδα — (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας,… … Dictionary of Greek
επαιγίζω — (Α) 1. (για άνεμο) πνέω σφοδρά, ορμητικά, εφορμώ («οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) 2. (για δελφίνι) διασχίζω γρήγορα 3. (για ποταμό πλημμυρισμένο) κατεβαίνω ορμητικά 4. (μτφ. για τον έρωτα) ενσκήπτω ορμητικά, επιπίπτω με… … Dictionary of Greek
καταιγίδα — Τοπική ανώμαλη και ισχυρή ατμοσφαιρική διατάραξη, που χαρακτηρίζεται από ραγδαίες βροχές (πολλές φορές και από χαλάζι), ισχυρούς ανέμους, ισχυρές ηλεκτρικές εκκενώσεις (αστραπές με βροντές) και βαριά νέφωση. Η κ. δημιουργείται εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
καταιγίζω — (Α καταιγίζω) ορμώ σαν θύελλα νεοελλ. (στην πολεμική τέχνη) ρίχνω εναντίον τού εχθρού βροχή βλημάτων αρχ. 1. είμαι θυελλώδης 2. (για τόπους) έχω καταιγίδες, θύελλες 3. παθ. καταιγίζομαι (για τόπους και ιδίως για τη θάλασσα) προσβάλλομαι από… … Dictionary of Greek