-
1 επησχυνόμην
-
2 ἐπῃσχυνόμην
См. также в других словарях:
ἐπῃσχυνόμην — ἐπῃσχῡνόμην , ἐπαισχύνομαι to be ashamed at imperf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επησχυνόμην
2 ἐπῃσχυνόμην
ἐπῃσχυνόμην — ἐπῃσχῡνόμην , ἐπαισχύνομαι to be ashamed at imperf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)