-
1 ἐπαγορία
1 blame ὑμῖν ἄνευθ' ἐπαγορίας ἔπορεν (Meineke: ἀπαγορίας codd.) fr. 122. 6. ἐπαγορίαν ἔχει ( ἐπίμωμός ἐστι explic. Hesych.) ?fr. 359. -
2 ἐπαγορία
A v. ἐπηγ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαγορία
-
3 επαγορίας
-
4 ἐπαγορίας
-
5 επαγορίαν
-
6 ἐπαγορίαν
См. также в других словарях:
επαγορία — ἐπαγορία, η (Α) δωρ. τ. αντί ἐπηγορία μορφή, κατηγορία … Dictionary of Greek
ἐπαγορίας — ἐπαγορίᾱς , ἐπαγορία fem acc pl ἐπαγορίᾱς , ἐπαγορία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγορίαν — ἐπαγορίᾱν , ἐπαγορία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)