-
1 εποψιος
См. также в других словарях:
επόψιος — ἐπόψιος, ον και ος, α, ον (Α) [έποψη] 1. ορατός, φανερός 2. περίφημος 3. αξιοκαταφρόνητος («οὕτω λώβην τ’ ἔμεναι καὶ ἐπόψιον ἄλλων», Ομ. Ιλ.). 4. (για θεούς) επόπτης («θεοὶ τ’ ἐπόψιοι, τίσασθε», Σοφ.) … Dictionary of Greek
Ἐπόψιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπόψιος — ἔποψις view over fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἐπόψιος full in view masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπόψιον — ἐπόψιος full in view masc/fem acc sg ἐπόψιος full in view neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐποψίου — Ἐπόψιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποψίου — ἐπόψιος full in view masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπόψιοι — Ἐπόψιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπόψιοι — ἐπόψιος full in view masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπόψιον — Ἐπόψιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανεπόψιος — ον, Α αυτός που βλέπει, που παρατηρεί τα πάντα, πανεπίσκοπος*, πανεπόπτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπόψιος «φανερός, επόπτης» (< ἐφορῶ)] … Dictionary of Greek