Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπί-ψογος

См. также в других словарях:

  • ευεπίψογος — εὐεπίψογος, ον (Α) αυτός που δίνει εύκολα αφορμή για κατηγορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί ψογος «άξιος να κατηγορηθεί» < επί + ψόγος (< ψέγω)] …   Dictionary of Greek

  • παράψογος — ὁ, Α τυχαίος ψόγος, ευκαιριακή κατηγορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ψόγος (< ψέγω), πρβλ. επί ψογος] …   Dictionary of Greek

  • VIRGINITAS — apud plerasque olim Gentes magno fuit in pretio: Unde quum legem Papiam Poppaeam sanciret Augustus, quâ Maritis praemia, caelibibus poenae constituebantur, non solum ab ea Virgines excepit Vestales: sed etiam honorem illis eundem, quem Matribus,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιμωμώμαι — ἐπιμωμῶμαι (Α) κατηγορώ επί πλέον κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μωμώμαι «μέμφομαι, κατηγορώ» (< μώμος «ψόγος, μομφή»)] …   Dictionary of Greek

  • φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ …   Dictionary of Greek

  • SILLUS — Graece Σίλλος, Hesychio ἔμμετρον σκῶμμα: Aeliano l. 3. Var. Hist. c. 40. ψόγος κατὰ παιδιᾶς δυϚαρέςτου, contumelia um ioci acerbitate, unde σιλλαινειν, irridere, quam vocem Pollux l. 2. c. 4. interpretatur, ἐπὶ χλευασμῷ σέιειν τοὺς ὀφθαλμοὺς:… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …   Dictionary of Greek

  • ανεπίμωμος — ἀνεπίμωμος, ον (Μ) άψογος, άμεμπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επίμωμος «αξιόμεμπτος» < επί + μώμος «μομφή, ψόγος»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»