-
1 επιψογος
См. также в других словарях:
ευεπίψογος — εὐεπίψογος, ον (Α) αυτός που δίνει εύκολα αφορμή για κατηγορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί ψογος «άξιος να κατηγορηθεί» < επί + ψόγος (< ψέγω)] … Dictionary of Greek
παράψογος — ὁ, Α τυχαίος ψόγος, ευκαιριακή κατηγορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ψόγος (< ψέγω), πρβλ. επί ψογος] … Dictionary of Greek
VIRGINITAS — apud plerasque olim Gentes magno fuit in pretio: Unde quum legem Papiam Poppaeam sanciret Augustus, quâ Maritis praemia, caelibibus poenae constituebantur, non solum ab ea Virgines excepit Vestales: sed etiam honorem illis eundem, quem Matribus,… … Hofmann J. Lexicon universale
επιμωμώμαι — ἐπιμωμῶμαι (Α) κατηγορώ επί πλέον κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μωμώμαι «μέμφομαι, κατηγορώ» (< μώμος «ψόγος, μομφή»)] … Dictionary of Greek
φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ … Dictionary of Greek
SILLUS — Graece Σίλλος, Hesychio ἔμμετρον σκῶμμα: Aeliano l. 3. Var. Hist. c. 40. ψόγος κατὰ παιδιᾶς δυϚαρέςτου, contumelia um ioci acerbitate, unde σιλλαινειν, irridere, quam vocem Pollux l. 2. c. 4. interpretatur, ἐπὶ χλευασμῷ σέιειν τοὺς ὀφθαλμοὺς:… … Hofmann J. Lexicon universale
αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… … Dictionary of Greek
ανεπίμωμος — ἀνεπίμωμος, ον (Μ) άψογος, άμεμπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επίμωμος «αξιόμεμπτος» < επί + μώμος «μομφή, ψόγος»] … Dictionary of Greek