-
1 επιχυσις
- εως ἥ1) вливание, приток Plat.2) перен. наплыв(πολιτῶν Plat.)
3) прилив(τῆς ῥώμης Plat.)
4) здравица Polyb.ἐπίχυσίν τινος λαμβάνειν и ποιεῖσθαι Plut. — пить за чьё-л. здоровье
5) кубок, чаша Arph., Men.
См. также в других словарях:
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek