-
1 επιτιμος
-
2 φιλοτιμος
21) честолюбивый, самолюбивый(φ. καὴ ἐλευθέριος Xen.)
φ. πρὸς ἀλλήλους περί τινος Xen. — соревнующийся с другими в чем-л.;ὅ φ. βίος Lys. — жизнь, полная честолюбивых стремлений;τὸ μαντικὸν πᾶν σπέρμα φιλότιμον κακόν Eur. — все племя прорицателей - злые честолюбцы;φιλοτιμότατος καλόν τι ποιεῖν καὴ ἀκούειν Xen. — страстно желающий совершить нечто великое и добиться славы2) честолюбиво (из честолюбия) щедрый(λαμπρὸς καὴ φ. ἔν τινι Dem.)
περὴ ξένους ἦν φ. ὅ Κράσσος Plut. — Красс оказывал пышный прием иноземцам3) почтительный, благоговейный(εὐχά Aesch.)
4) глубоко чтимый(Νυκτὸς παῖδες ἄπαιδες, т.е. Ἐρινύες Aesch.)
См. также в других словарях:
ερίτιμος — η, ο (AM ἐρίτιμος, ον) 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αξία, ο πολύτιμος 2. (για πρόσωπα) εντιμότατος, αξιότιμος αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐρίτιμος είδος ψαριού. επίρρ... ἐριτίμως (Μ) πολύτιμα, με μεγάλη αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
φιλότιμος — Έλληνας γιατρός, μαθητής του Πραξαγόρα του Κώου, που αναφέρεται κυρίως για τη δραστηριότητά του το 320 π.Χ. Aσχολήθηκε με την ανατομία και επιχείρησε να περιγράψει διάφορα όργανα, όπως τον εγκέφαλο, τον οποίο θεωρούσε κατώτερης σημασίας.… … Dictionary of Greek
επιφιλοτιμούμαι — ἐπιφιλοτιμοῦμαι, έομαι (AM) προσφέρω με αφθονία, χαρίζω φιλότιμα («ὁ θεός... ἐπεφιλοτιμήσατο ζωὴν χρονιωτέραν», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φιλοτιμούμαι (< φιλό τιμος)] … Dictionary of Greek