Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐπί-λογος

  • 1 Term

    subs.
    Word, expression: P. and V. λόγος, ὁ, ῥῆμα, τό.
    Limit: P. and V. ὅρος, ὁ.
    Term of life: P. and V. αἰών, ὁ.
    In logic mathematics: P. ὅρος, ὁ ( Aristotle).
    Terms, conditions: P. and V. λόγοι, οἱ.
    Agreement: P. and V. σύμβασις, ἡ, P. ὁμολογία, ἡ.
    Covenant: P. and V. συνθῆκαι, αἱ, σύνθημα, τό.
    Terms of surrender: P. ὁμολογία, ἡ.
    On fixed terms: P. and V. ἐπὶ ῥητοῖς.
    On the terms: P. and V. ἐπ τούτοις (Eur., Rhes. 157), ἐπ τοῖσδε (Eur., Alc. 375, Hel. 838); see under condition.
    On what terms? P. and V. ἐπ τῷ; (Eur., Hel. 1234).
    Bring to terms: P. and V. παρίστασθαι (acc.).
    Come to terms: P. and V. συμβαίνειν, P. ἔρχεσθαι εἰς σύμβασιν, συμβαίνειν καθʼ ὁμολογίαν, ὁμολογεῖν.
    Make terms: P. and V. συμβαίνειν, σύμβασιν ποιεῖσθαι, P. καταλύεσθαι; see also make a treaty, under Treaty.
    On equal terms: P. ἐξ ἴσου, ἐπὶ τῇ ἴσῃ.
    On tolerable terms: P. μετρίως.
    We could not agree save on the terms declared: V. οὐ γὰρ ἃν συμβαῖμεν ἄλλως ἢ ʼπὶ τοῖς εἰρημένοις (Eur., Phoen. 590).
    They thought they were all departing without making terms: P. πάντας ἐνόμισαν ἀπιέναι ἀσπόνδους (Thuc. 3, 111).
    On friendly terms: P. εὐνοϊκῶς, οἰκείως.
    Be on friendly terms with: P. οἰκείως ἔχειν (dat.), εὐνοϊκῶς διακεῖσθαι πρός (acc.); see familiAr.
    Be on bad terms with: P. ἀηδῶς ἔχειν (dat.).
    Keep on good terms with ( a person): Ar. and P. θεραπεύειν (acc.).
    I had been on quite affectionate terms with this man: P. τούτῳ πάνυ φιλανθρώπως ἐκεχρήμην ἐγώ (Dem. 411).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. καλεῖν, λέγειν, εἰπεῖν; see Call.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Term

  • 2 слово

    слов||о
    с
    1. в разн. знач. ἡ λέξη [-ις], ὁ λόγος:
    ласковые \словоа τά χαϊδευτικά λόγια, τά γλυκόλογα· оскорбительные \словоа οἱ ὑβριστικοί λογοι· э́то пустые \словоа, одни \словоа (εἶναι) κούφια λόγια, (εἶναι) μόνο λογια· дар \словоа τό χάρισμα τής εὐγλωττίας· свобода \словоа ἡ ἐλευθερία τοῦ λογού· игра слов τό λογοπαίγνιο· давать честное \слово δίνω λογον τιμής· сдержать \слово κρατώ (τηρῶ) τόν λόγο μου, τήν ὑπό-σχεσή μου· поверить на \слово πιστεύω στά λογια· перейти от слов к делу περνώ ἀπό τά λογια στήν πράξη· бросить \словоа на ветер ρίχνω λόγια στον ἀέρα· мие ну́жно сказать вам два \словоа ἔχω νά σᾶς πῶ δυό λογια· он ему́ не сказал и и \словоа δέν τοῦ είπε λέξη· он не проронил ни \словоа δέν ἔβγαλε κουβέντα· повторить \слово в \слово ἐπαναλαμβάνω λέξη προς λέξη, ἐπαναλαμβάνω ἐπί λέξει· переводить \слово в \слово μεταφράζω κατά λέξιν передать на \словоа́х μεταδίδω προφορικά· он за \словоом в карман не полезет разг ἐχει ἐτοιμη τήν ἀπάντηση· одни́м \словоом μέ δυό λόγια· \слово за \слово разг ἀπό λόγο σέ λόγο· другими \словоами μέ αλλα λόγια· со слов, по \словоа́м κατα ?α λεγόμενα· не нахожу слов... δε βρισκω λόγια...· слов нет разг χωρίς συζήτηση· понимать друг друга без слов συνεννοούμαστε χωρίς πολλές κουβέντες· к \словоУ (сказать) разг ἐπάνω σ' αὐτό, σχετικά μ' αὐτο· по последнему \словоу (науки, техники) μέ τήν τελευταία λέξη·
    2. (речь, выступление) ὁ λόγος, ἡ δημη-γορία, ἡ ἀγόρευση [-ις]; приветственное \слово χίΗ'^τι?ΤΓ'ίΡιος λόγος· заключительное \слово *· ЯН1 ια τοδ κλεισίματος· предоставлять (брать).. δίνω (λαμβάνω или παίρνω) τον λόγο· просить \словоа ζητώ νά μιλήσω, ζητβ τόν λόγο· лишать \словоа ἀφαιρώ τόν λόγο· выступить с кратким \словоом ἐκφωνδ σύντομο λόγο· ◊ \слово не воробей, вылетит не поймаешь погов. σοῦ ξέφυγε ἡ κοοβεντα πίσω δέν ΎΟρίζει.

    Русско-новогреческий словарь > слово

  • 3 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 4 поприще

    ουδ.
    1. παλ. πεδίο• γήπεδο (αθλητικό)• (γραπ. λόγος) μέρος, τόπος•

    поприще военных действий θέατρο πολεμικών επι-επιχειρήσεων.

    2. σφαίρα (τομέας) δράσης.
    3. (γραπ. λόγος)• σταδιοδρομία, καριέρα.

    Большой русско-греческий словарь > поприще

  • 5 Address

    subs.
    P. and V. πρόσρησις, ἡ, λόγος, ὁ, P. πρόσρημα, τό, V. πρόσφθεγμα, τό, προσφώνημα, τό.
    Public speech: P. and V. λόγος, ὁ, P. δημηγορία, ἡ.
    Address to troops before battle: see Exhortation.
    Skill: P. and V. τέχνη.
    Addresses, courting: P. θεραπεία, ἡ.
    Pay one's addresses to: Ar. and P. θεραπεύειν (acc.); see Court.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. προσαγορεύειν, προσειπεῖν ( 2nd aor.), V. αὐδᾶν, προσαυδᾶν, προσφωνεῖν, προσφθέγγεσθαι, ἐννέπειν, προσεννέπειν, προσηγορεῖν.
    That I might come to address the goddess Pallas in prayer: V. Παλλάδος θεᾶς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος (Soph., Ant. 1184).
    Addressed by whom? V. τῷ προσήγορος; (Soph., Phil. 1353).
    Address ( publicly): Ar. and P. δημηγορεῖν πρός (acc.).
    Of a general addressing troops: P. παρακελεύεσθαι (dat. or absol.); see Exhort.
    Address oneself to: P. and V. τρέπεσθαι (πρός, ἐπ, εἰς, acc.), ἔχεσθαι (gen.), νοῦν προσέχειν (dat.), καθίστασθαι εἰς (acc.).
    Consult: P. and V. ἐπέρχεσθαι (acc.).
    The servants all addressed their hands to work: V. δμῶες πρὸς ἔργον πάντες ἵεσαν χέρας (Eur., El. 799).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Address

  • 6 Funeral

    subs.
    P. and V. τφος, ὁ, ταφή, ἡ, κῆδος, τό (Plat.).
    For funeral ceremonies see Thuc. 2, 34, and Eur., Hel. 1240-1277.
    Carrying out for burial: P. and V. ἐκφορά. ἡ.
    Carry in funeral procession, v. trans.: P. and V. ἐκφέρειν (acc.), V. κομίζειν (acc.).
    Attend a funeral: P. συνεκφέρειν (absol.).
    Funeral feast, subs.: P. περίδειπνον, τό.
    Funeral gifts: V. κτερίσματα, τά, P. and V. ἐντφια, τά.
    Funeral honours: V. κτερίσματα, τά.
    Give funeral honours to, v.: V. κτερίζειν (acc.), ἁγνίζειν (acc.).
    Deprived of funeral honours, adj.: V. ἀκτέριστος, μοιρος.
    Funeral oration, subs.: P. λόγος ὁ ἐπὶ τοῖς θαπτομένοις (Thuc. 2, 35), λόγος ἐπιτάφιος (Dem. 499).
    Funeral pile: P. and V. πυρά, ἡ, V. πυρκαιά, ἡ.
    Funeral rites: P. and V. νόμιμα, τά (Eur., Hel. 1277), P. τὰ νομιζόμενα.
    When any of them died and his funeral was taking place: P. ἐπειδὴ τελευτήσειέ τις αὐτῶν καὶ τὰ νομιζόμενα φέροιτο (Dem. 308).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Funeral

  • 7 Report

    v. trans.
    Announce: P. and V. ἀγγέλλειν, παγγέλλειν, ἐξαγγέλλειν, διαγγέλλειν, ναγγέλλειν, ἐκφέρειν, P. ἀναφέρειν.
    Relate: P. and V. λέγειν, φράζειν, ἐξηγεῖσθαι, ἐξειπεῖν, διέρχεσθαι, ἐπεξέρχεσθαι, Ar. and P. διηγεῖσθαι, διεξέρχεσθαι, V. ἐκφράζειν.
    Divulge: P. and V. μηνειν, ἐκφέρειν; see Divulge.
    Noise abroad: P. and V. ἐκφέρειν, διασπείρειν, V. θροεῖν, σπείρειν.
    Be reported, noised abroad: V. κλῄζεσθαι, ὑμνεῖσθαι, P. and V. θρυλεῖσθαι, διέρχεσθαι, P. διαθρυλεῖσθαι (Xen.).
    I think we should sail to Mitylene before our presence is reported: P. δοκεῖ μοι πλεῖν ἐπὶ Μυτιλήνην πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι (Thuc. 3, 30).
    They apprehended all whom they met that their presence should not be reported: P. ὅσοις ἐπιτύχοιεν συνελάμβανον τοῦ μὴ ἐξάγγελτοι γενέσθαι (Thuc. 8, 14).
    ——————
    subs.
    Rumour: P. and V. φήμη, ἡ, λόγος, ὁ, V. βάξις, ἡ, κληδών, ἡ, κλέος, τό, Ar. and V. μῦθος, ὁ, φτις, ἡ.
    Message: Ar. and P. ἀγγελία, ἡ, P. ἀπαγγελία, ἡ, P. and V. ἄγγελμα, τό.
    Account, narrative: P. and V. λόγος, ὁ, μῦθος, ὁ (Plat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Report

  • 8 отношение

    1. (мат) η σχέση, ο λόγος
    двучленное - διθέσια/διμελής -
    дисковое - (гребного винта) мор. - (της ανεπτυγμένης) επιφάνειας της έλικας (προς την επιφάνεια του δίσκου)
    шаговое - (гребного винта) мор. - του βήματος (της έλικας) (προς τη διάμετρο)
    2. (пропорция) η αναλογία, η σχέση
    в процентном - ии σε - επί τοις εκατόν (%)
    3. (взаимная связь, зависимость разных величин, предметов, явлений, соотношение между чем-л.) η σχέση
    иметь - έχει σχέση, σχετίζεται με..
    4. -ия мн. (связь между кем-л., образующаяся из общения на какой-л. почве) οι σχέσεις
    темпоральные - лингв. χρονικές -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отношение

  • 9 выступление

    выступлени||е
    с
    1. (публичное.) ἡ ἀγό-ρευση [-ις], ὁ λόγος, ἡ ὁμιλία (речь)/ ἡ ἐμφάνιση ἐπί τής σκηνής, ἡ παράσταση, ἡ ἐκτέλεσις (на сцене)·
    2. воен. ἡ ἐκ-κίνηση [-ις], ἡ ἀπέλευσις:
    приказ о \выступлениеи ἡ διαταγή πορείας (или ἐκκίνησης).

    Русско-новогреческий словарь > выступление

  • 10 к

    к
    предлог с дат. ἡ. ί. (куда-л., по направлению к...) σέ, προς:
    к югу προς νό-τον приближаться к до́му πλησιάζω στό σπίτι· зайти́ к врачу́ πηγαίνω στό γιατρό-обращаться к прису́тствующим ἀπευθύνομαι προς τους παριστάμενους·
    2. (вплотную κ) σέ, προς, κοντά:
    подойти́ к две-ри πλησιάζω στήν πόρτα1
    3. (при указании назначения) γιά, σέ:
    сухари́ к чаю παξιμάδια γιά τό τσάι·
    4. (при прикреплении, присоединении) σέ:
    приклеить что́-л. к чему́-л. κολλῶ κάτι πάνω σέ κάτι· к двум прибавить пять στά δύο προσθέτω πέντε· присоединиться к гуляющим πάω μαζί μ· αὐτούς πού κάνουν περίπατο· к тому́ же ἐπί πλέον, ἐκτος αὐτού·
    5. (по отношению κ) προς, γιά, σέ, μέ:
    любовь к детям ἡ ἀγάπη γιά τά παιδιά· ласковый ко всем γλυκομίλητος μέ ὀλους·
    6. (для) προς, γιά·
    7. (при обозначении срока) κατά, προς:
    к пяти́ часам κατά τίς πέντε ἡ ὠρα· к субботе προς τό Σάββατο· к вечеру κατά τό βράδυ· ◊ лицом к лицу́ πρόσωπο μέ πρόσωπο· плечом к плечу́ ὁ ἔνας κοντά στον ἄλλον к слову сказать μιά πού τό ἔφε-ρε ὁ λογος· к лучшему προς τό καλύτερο· к несчастью δυστυχώς· к счастью εὐτυχῶς· к сожалению δυστυχώς· к моему́ большому удовольствию προς μεγάλη μου εὐχαρίστηση.

    Русско-новогреческий словарь > к

  • 11 основание

    основан||ие
    с
    1. (действие) ἡ θεμελίωση[-ις]. ἡ ϊδρυση [-ις]:
    \основание университета ἡ ίδρυση Πανεπιστημίου·
    2. (фундамент) ἡ βάση, τό θεμέλιο[ν], τό κρηπίδωμα:
    у \основаниеия памятника στή βάση τοῦ μνημείου· \основание горы οἱ πρόποδες ὀρους, τό ριζοβούνι· разрушать до \основаниеия κατεδαφίζω ἐκ θεμελίων, γκρεμίζω συθέμελα·
    3. (причина, мотив) ἡ βάση [-ις], ὁ λόγος, ἡ αίτία, ἡ αίτιολογία, ἡ ἀφορμή:
    законное \основание ἡ νόμιμος αίτια· на каком \основаниеии? μέ ποιά δικαιολογία;· требовать на законном \основаниеии ἀπαιτῶ ἐπί τῆ βάσει τοῦ νόμου· иметь полное \основание предполагать ἔχω κάθε λόγο νά„ύποθέτω· без \основаниеия ^ωρίς αἰτία, ἀδικαιολόγητα, ἀβασίμως· не без \основаниеия ὄχι χωρίς λόγο, δικαιολογημένα [-ως]·
    4. хим., мат ἡ βάση [-ις],

    Русско-новогреческий словарь > основание

  • 12 Fable

    subs.
    P. and V. λόγος, ὁ, μῦθος, ὁ.
    Fiction: P. and V. μῦθος, ὁ.
    Old wives' fables: P. γραῶν ὕθλος, ὁ (Plat.).
    To have passed into the region of fable: P. ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκέναι (Thuc. 1, 21).
    Narrate in fabtes, v. trans.: P. μυθολογεῖν (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fable

  • 13 Ground

    subs.
    P. and V. γῆ, ἡ, P. ἔδαφος, τό, Ar. and V. γαῖα, ἡ, χθών, ἡ, πέδον, τό, δπεδον, τό (Eur., Ion, 576, Or. 1645) (also Xen.), V. οὖδας, τό.
    Land for cultivating: P. and V. γῆ, ἡ, ἀγρός, ὁ (or pl.), Ar. and V. ρουρα, ἡ (Plat. also but rare P.), γύαι, οἱ.
    On the ground: use adv., Ar. and V. χαμαί, πέδοι (also Plat. but rare P.).
    Sleeping on the ground, adj.: V. χαμαικοίτης,
    Fallen on the ground: V. χαμαιπετής.
    Walking the ground: V. πεδοστιβής, χθονοστιβής.
    To the ground: use adv., Ar. and V. χαμᾶζε, V. πέδονδε ἔραζε (Æsch., frag.).
    From the ground: V. γῆθεν, Ar. χαμᾶθεν.
    Under the ground: see Underground.
    He is an enemy to the whole city and the very ground it stands on: P. ἐχθρός (ἐστιν) ὅλῃ τῇ πόλει καὶ τῷ τῆς πόλεως ἐδάφει (Dem. 99).
    The city stood on high ground: P. (ἡ πόλις) ἦν ἐφʼ ὑψηλῶν χωρίων (Thuc. 3, 97).
    met., Excuse: P. and V. πρόφασις, ἡ.
    Reason, plea: P. and V. λόγος, ὁ.
    Cause: P. and V. αἰτία, ἡ.
    Principle: P. and V. ἀρχή, ἡ, P. ὑπόθεσις, ἡ.
    Ground for, pretext for: P. and V. φορμή, ἡ (gen.).
    On the ground of: P. and V. κατ (acc.).
    On all grounds: P. and V. πανταχῆ.
    On neither ground: P. κατʼ οὐδέτερον.
    On what ground? V. ἐκ τνος λόγου;
    Why? P. and V. τ; τοῦ χριν; P. τοῦ ἕνεκα; διὰ τί; V. πρὸς τ; εἰς τ; τί χρῆμα; τνος χριν; τνος ἕκατι; ἐκ τοῦ; see Why.
    Go over old ground constantly: P. θάμα μεταστρέφεσθαι ἐπὶ τὰ εἰρημένα (Plat., Crat. 428D).
    Gain ground, v.: P. and V. προχωρεῖν.
    Lose ground: P. ἐλασσοῦσθαι.
    Stand one's ground: P. and V. φίστασθαι, μένειν, P. μένειν κατὰ χώραν.
    Recover ground lost through indolence: P. τὰ κατερρᾳθυμημένα πάλιν ἀναλαμβάνειν (Dem. 42).
    ——————
    v. trans.
    Secure, make firm: P. βεβαιοῦν.
    Plant, fix: P. and V. πηγνύναι, V. ἐρείδειν, ἀντερείδειν.
    Ground arms: P. ὅπλα τίθεσθαι.
    Instruct: P. and V. διδάσκειν, παιδεύειν; see Instruct.
    Run ( a ship) aground: P. and V. ὀκέλλειν, P. ἐποκέλλειν, V. κέλλειν, ἐξοκέλλειν.
    Run aground, v. intrans.: P. ὀκέλλειν, ἐποκέλλειν, V. ἐξοκέλλειν.
    Ground on ( as a ship on a reef): P. and V. πταίειν πρός (dat.).
    ——————
    adj.
    Of corn: P. ἀληλεμένος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ground

  • 14 Make

    v. trans.
    P. and V. ποιεῖν, ἐργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι.
    Make ( acquire) money: Ar. and P. ἐργάζεσθαι χρήματα (Ar., Eq. 840).
    Make a living: V. συλλέγειν βίον; see Live.
    Reap as profit: P. and V. κερδαίνειν; see Gain.
    Construct: P. and V. συντιθέναι, συμπηγνναι, συναρμόζειν, P. κατασκευάζειν, συνιστάναι, V. τεύχειν; see also Build.
    Mould, fashion: P. and V. πλάσσειν, V. σχηματίζειν.
    Render: P. and V. ποιεῖν, καθιστναι, παρέχειν (or mid.), P. παρασκευάζειν, ἀπεργάζεσθαι, Ar. and P. ποδεικνύναι, ποφαίνειν, Ar. and V. τιθέναι (rare P.), V. κτίζειν, τεύχειν.
    Make oneself ( show oneself): P. and V παρέχειν ἑαυτόν (with acc. of adj.).
    Compel: P. and V. ναγκάζειν, ἐπαναγκάζειν, βιάζεσθαι, καταναγκάζειν, Ar. and P. προσαναγκάζειν, Ar. and V. ἐξαναγκάζειν, V. διαβιάζεσθαι.
    What makes you say this? P. τί παθὼν ταῦτα λέγεις;
    Bring it about that: P. and V. πράσσειν ὅπως (aor. subj. or fut. indic.).
    Produce, cause: P. and V. ποιεῖν, V. τεύχειν. P. ἀπεργάζεσθαι.
    In periphrastic expressions, use P. and V. ποιεῖσθαι, V. τιθέναι, τθεσθαι; e.g., make haste: P. σπουδὴν ποιεῖσθαι.
    Make amedds for: see under Amends.
    Make away with: P. and V. φανίζειν, πεξαιρεῖν.
    Steal: P. διακλέπτειν; see Steal.
    Make for, hasten to: P. and V. ὁρμᾶσθαι εἰς (acc.).
    Seek: P. and V. ζητεῖν (acc.).
    Tend towards: P. and V. τείνειν εἰς (acc.), πρός (acc.), P. συντείνειν εἰς (acc.), or ἐπί (acc.), or πρός (acc.); see Tend.
    Public support made rather for the Lacedaemonians: P, ἡ εὔνοια ἐποίει τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον εἰς τοὺς Λακεδαιμονίους (Thuc. 2. 8).
    Make free with: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Make good (losses, etc.): P. and V. ναλαμβνειν, κεῖσθαι, ἐξιᾶσθαι; see Retrieve.
    Carry out (a promise, etc.): see Accomplish.
    Make light of: see Disregard.
    Make merry: P. and V. εὐωχεῖσθαι, κωμάζειν.
    Make of understand, interpret: P. ὑπολαμβνειν (acc.), ἐκλαμβνειν (acc.).
    Construct of: P. and V. συντιθέναι ἐκ (gen.).
    Be made of, be constructed of: P. συγκεῖσθαι ἐκ (gen.).
    Make out, pretend: Ar. and P. προσποιεῖσθαι; see Understand, Interpret, Represent.
    Make over, hand over: P. and V. παραδιδόναι, ἐκδιδόναι.
    Make up, dress up, v. trans.: P. and V. σκευάζειν, Ar. and P. ἐνσκευάζειν; v. intrans.: Ar. and P. ἐνσκευάζεσθαι.
    Complete (a number, etc.): P. and V. ἐκπληροῦν. P. ἀναπληροῦν.
    Trump up: P. and V. πλάσσειν, (acc.), P. κατασκευάζειν (acc.), συσκευάζειν (acc.).
    Help to make up: P. συγκατασκευάζειν (acc.).
    Constitute: P. and V. εἶναι, καθεστηκέναι (perf. of καθιστάναι).
    Help in forming: P. συγκατασκευάζειν.
    Make up (a quarrel. etc.): P. and V. εὖ τιθέναι (or mid.), καλῶς τιθέναι (or mid.) P. λύεσθαι, κατατίθεσθαι, διαλύεσθαι, Ar. and P. καταλεσθαι.
    Straightway a widespread rumour was bruited in our ears that you and your lord had made up your former quarrel: V. διʼ ὤτων δʼ εὐθὺς ἦν πολὺς λόγος σὲ καὶ πόσιν σὸν νεῖκος ἐσπεῖσθαι τὸ πρίν (Eur., Med. 1139).
    Make it up, be reconciled: P. and V. καταλλάσσεσθαι, διαλεσθαι; see under Reconcile.
    Make up for, make amends for: P. and V. κεῖσθαι (acc.) ναλαμβνειν (acc.), ᾶσθαι (acc.), ἐξιᾶσθαι (acc.).
    ——————
    subs.
    Form: P. and V. σχῆμα, τό; see Form.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Make

  • 15 Set

    subs.
    Faction, clique P. and V. στσις, ἡ.
    Arrangement: P. and V. τάξις. ἡ.
    Number: P. and V. ἀριθμός, ὁ.
    Class: P. and V. γένος, τό, εἶδος, τό.
    Set ( of sun): P. and V. δύσις, ἡ, δυσμαί, αἱ; see Sunset.
    Set back, failure: P. πταῖσμα, τό; see Failure.
    Set off: use adj., P. ἀντάξιος; see compensating, under compensate, v.
    ——————
    adj.
    Stationary: P. στάσιμος.
    Fixed, appointed: P. and V. προκείμενος.
    Resolute: P.. and V. καρτερός, V. ἔμπεδος.
    Be set on: P. and V. προθυμεῖσθαι (infin.), σπουδάζειν (infin.); see be eager, under Eager.
    Set speech: P. συνεχὴς ῥῆσις, ἡ; see also Harangue.
    On set terms: P. and V. ἐπὶ ῥητοῖς.
    Of set purpose: see on purpose, under Purpose.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. τιθέναι, ἱστναι.
    Make to sit: P. and V. καθίζειν, V. ἵζειν, ἱδρειν, ἐξιδρειν.
    Appoint: P. and V. καθιστναι (or mid.), τάσσειν, προστάσσειν.
    Lay down (limits, etc.): P. and V. ὁρίζειν.
    Fix: P. and V. πηγνύναι.
    Set ( as a task): P. and V. προτιθέναι (τί τινι), προστιθέναι (τί τινι), προστάσσειν (τί τινι), ἐπιτάσσειν (τί τινι), ἐπιβάλλειν (τί τινι), προσβάλλειν (τί τινι).
    Set to music: P. ἐντείνειν (Plat., Prot. 326B).
    Words set to music: P. λόγος δόμενος (Plat., Rep. 398D).
    I set you in the track that is best: V. ἐς τὸ λῷστον ἐμβιβάζω σʼ ἴχνος (Eur., H.F. 856).
    Set an example: P. παράδειγμα διδόναι.
    Set one's heart on: see Desire.
    To obtain that on which you have set your hearts: P. κατασχεῖν ἐφʼ ἃ ὥρμησθε (Thuc. 6, 9).
    V. intrans. Of the sun: P. and V. δύνειν, δύεσθαι (Plat., Pol. 269A), V. φθνειν.
    Becume fixed: P. and V. πήγνυσθαι.
    Set about: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), ἐγχειρεῖν (dat.). ἐπιχειρεῖν (dat.). αἵρεσθαι (acc.), ναιρεῖσθαι (acc.); see Undertake.
    Set against, plant against: P. and V. προσβάλλειν (τί τινι).
    Match one against another: P. and V. ἀντιτάσσειν (τινά τινι, or τινα πρός τινα).
    met., make hostile: P. ἐκπολεμεῖν.
    Set one thing in the balance against another: P. ἀντιτάσσεσθαι (τί τινι, or τι πρός τι), P. and V. ἀντιτιθέναι (τί τινος).
    Set apart: P. and V. ἀπολαμβνειν (Eur., Or. 451); see set aside, separate.
    Set aside: P. χωρὶς τίθεσθαι, ἀποχωρίζειν.
    Except: P. and V. ἐξαιρεῖν; see also Reject, Disregard.
    Set at defiance: see Defy.
    Set at naught: P. and V. μελεῖν (gen.), παραμελεῖν (gen.), καταμελεῖν (gen.), P. παρορᾶν (acc.), ἐν οὐδένι λόγῳ ποιεῖσθαι (acc.), V. διʼ οὐδένος ποιεῖσθαι (acc.), κηδεῖν (gen.); see Disregard.
    Set before: P. and V. προτιθέναι.
    Set on table: Ar. and P. παρατιθέναι.
    Set down: Ar. and P. καταβάλλειν.
    Set down ( to anyone's account): P. and V. ναφέρειν (τί τινι, or τι εἴς τινα); see Impute.
    Set eyes on: see Behold.
    Set foot on: P. and V. ἐμβαίνειν (P. εἰς, acc., V. acc., gen. or dat.), ἐπιβαίνειν (gen.), V. ἐπεμβαίνειν (acc., gen. or dat.), ἐμβατεύειν (acc. or gen.).
    Set forth: P. and V. προτιθέναι.
    Narrate: P. and V. διέρχεσθαι, ἐπεξέρχεσθαι; see narrate; v. intrans.: see set out.
    Set in, begin, v. intrans.: P. and V. ἄρχεσθαι; see Begin.
    Set off, be equivalent to: P. ἀντάξιος εἶναι (gen.); see also Balance.
    Adorn: P. and V. κοσμεῖν; see adorn; v. intrans.: see set out.
    Set on, urge against anyone: P. and V. ἐφιέναι (τί τινι), V. ἐπισείειν (τί τινι), P. ἐπιπέμπειν (τί τινι); see also encourage, launch against.
    Put on: P. and V. ἐφιστναι.
    Set on fire: see Burn.
    Set on foot: P. and V. προτιθέναι; see Institute.
    Begin: P. and V. ἄρχειν (gen.); see Begin.
    Set on table: Ar. and P. παρατιθέναι, V. προτιθέναι (also Ar. in mid.).
    Set out, expose, put out: P. and V. προτιθέναι; v. intrans.: start: P. and V. ὁρμᾶν, ὁρμᾶσθαι, φορμᾶν, φορμᾶσθαι, ἐξορμᾶν, ἐξορμᾶσθαι, παίρειν, V. στέλλεσθαι, ποστέλλεσθαι; see Start.
    Set over: P. and V. ἐφιστναι (τινά τινι).
    Set right: see Correct.
    Set round: P. περιιστάναι.
    Set sail: P. and V. νγεσθαι, ἐξανγεσθαι, παίρειν, P. ἐπανάγεσθαι; see under Sail.
    Set the fashion of, be the first to introduce: P. and V. ἄρχειν (gen.).
    Set to, he set the army to the work of fighting: P. καθίστη εἰς πόλεμον τὸν στρατόν (Thuc. 2, 75).
    The servants all set their hands to work: V. δμῶες πρὸς ἔργον πάντες ἵεσαν χέρας (Eur., El. 799).
    Set to work: P. and V. ἔργου ἔχεσθαι (Thuc. 1, 49); see also Begin.
    Every man set to work: V. πᾶς ἀνὴρ ἔσχεν πόνον (Eur., I.T. 309).
    They set to and fought: P. καταστάντες ἐμάχοντο (Thuc. 1, 49).
    Set up: P. and V. ἱστναι, νιστναι, ὀρθοῦν (rare P.): ( a trophy) P. and V. ἱστναι, νιστναι.
    (Temple, altar, etc.): P. and V. ἱδρειν (or mid.), V. καθιδρύεσθαι.
    Set up in a place: P. and V. ἐγκαθιστναι (τί τινι), V. ἐγκαθιδρειν (τί τινι).
    They are setting up a brazen statue to Philip: P. Φίλιππον χαλκοῦν ἵστασι (Dem. 425).
    Be set up ( of a statue): P. ἀνακεῖσθαι.
    Appoint (as a government, etc.): P. and V. καθιστναι; see Appoint.
    Set up in a place: P. and V. ἐγκαθιστναι (τί τινι).
    Help to set up: P. and V. συγκαθιστναι (acc.).
    Bring forward: P. and V. προτιθέναι; see Introduce.
    Set up a shout: V. κραυγὴν ἱστναι (Eur., Or. 1529), κραυγὴν τιθέναι (Eur., Or. 1510), P. κραυγῇ χρῆσθαι (Thuc. 2, 4).
    Set up as, pretend to be: Ar. and P. προσποιεῖσθαι (infin.).
    Set up in ( business): P. κατασκευάζεσθαι (with acc. of the business).
    Set upon: P. and V. προσβάλλειν (acc. and dat.); see set on.
    Attack: see Attack.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Set

См. также в других словарях:

  • ευεπιλόγιστος — εὐεπιλόγιστος, ον (Α) αυτός που συμπεραίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι λογιστος (< επι λογίζομαι «συμπεραίνω» < επί λογος), πρβλ. δυσ επι λόγιστος] …   Dictionary of Greek

  • эпило́г — а, м. 1. Заключительная часть литературного произведения, в которой кратко сообщается о судьбе героев после изображенных в нем событий. «Ньюкомы» заставляют нас восхищаться вашим талантом, г. Теккерей. От пролога до эпилога, заключающего в себе… …   Малый академический словарь

  • επίλογος — ο (AM ἐπίλογος) 1. το τελευταίο μέρος ρητορικού λόγου ή βιβλίου 2. συμπέρασμα νεοελλ. αποτέλεσμα πράξεων που προηγήθηκαν («επίλογος τής διαφωνίας ήταν ο φόνος») μσν. μαγική επωδή, ξόρκι αρχ. 1. το τέλος τού δράματος, έξοδος 2. επεξηγηματική… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • In vino veritas — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Epsilon — Epsilon Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»