-
1 επικειμαι
(μέσσῳ μετώπῳ Hes.; τὰ ἐπικείμενα βάρη Arst.; λίθος ἐπέκειτο ἐπὴ τῷ σπηλαίῳ NT.)
αἱ νῆσοι αἱ ἐπικείμεναι Thuc. — острова, находящиеся близ побережья;πάσῃ ἐ. τῇ θαλάττῃ Arst. — отовсюду быть близким к морю2) быть покрытым, иметь на себе, носитьἐπικείμενον κάρα κυνέας Eur. — голова, покрытая шлемом;
κόμην πρόσθετον ἐπικείμενος Luc. — с надетым (на голову) париком;μυρρίνης στέφανον ἐπικείμενος Plut. — увенчанный миртовым венком;πρόσωπόν τινος ἐπικεῖσθαι Plut. — носить чью-л. личину3) быть прилагаемым, прилагаться, даваться(ὄνομά τι ἐπίκειταί τινι Plat.)
4) быть (плотно) придвигаемым или приставляемым5) налегать, напирать, теснить(τινι Her., Thuc., Xen.)
πάγχυ ἐπικείμενος ἐνῆγε Her. — он все сильнее настаивал;χειμῶνος ἐπικειμένου NT. — так как буря продолжала бушевать;μ΄ ὑπετάραττεν ἐπικείμενος Arph. — он жестоко притеснял меня;ἐπικείσεται ἀνάγκη Hom. — необходимость заставит;ἐ. τινι NT. — плотно обступить кого-л6) (неминуемо) предстоять, ожидать, угрожать(ζημία ἐπέκειτο στατήρ Thuc.; ἐπικείμενα τῷ μοιχεύοντι κακά τε καὴ αἰσχρά Xen.; μεγάλαι τιμωρίαι ἐπίκεινται τοῖς παραβαίνουσι ταῦτα Arst.)
-
2 ανακειμαι
(pass. к ἀνατίθημι См. ανατιθημι)1) возлежать за столом(δειπνοῦσι ἀνακείμενοι Arst.)
2) быть выставленным, (о статуях и т.п.) быть поставленным, воздвигнутым(ἐν τῇ ἀγορᾷ Aeschin.; βωμοὴ ἀνακείμενοι ὑπό τινος Arst.)
3) культ. быть выставленным, принесенным в дар(ἐν ἱρῷ Her., Arst. и πρὸς τοῖς ἱεροῖς Lys.)
4) быть посвященным(τῷ θεῷ Plat., Plut.; τῇ Ἀφροδίτῃ Theocr.)
5) быть отнесенным, приписываться(εἴς τινα Her. и τινι Plut.)
6) быть возложенным, порученным(τινι Plut.)
7) быть связанным, зависеть(ἔς τινα и ἔς τι Her., Thuc., τινι Eur. и ἐπί τινι Arph.)
πάντων ἀνακειμένων ἐς τὰς ναῦς Thuc. — так как все зависело от флота;σοὴ ἀνακείμεσθα Eur. — я в твоей власти8) быть отложенным9) быть преданным(τινι Plut.)
См. также в других словарях:
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… … Dictionary of Greek
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
υπόκειμαι — ὑπόκειμαι, ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, βρίσκομαι από κάτω (α. «τα υποκείμενα στρώματα υποχώρησαν» β. «τοιαύτης κρηπίδος ὑποκειμένης αὐταῑς», Πλάτ.) 2. είμαι υποταγμένος σε κάποιον, εξαρτώμαι από κάποιον (α. «υπόκειται στον νόμο» β. «ὑποκεῑσθαι τῷ… … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek